Loading...

1974-2024: Επισκόπηση μισού αιώνα του ελληνικού καπιταλισμού – Εφημερίδα των Συντακτών

22/02/2025 by

Η Μεταπολίτευση ήταν καταδικασμένη να διαψεύσει τις υψηλές προσδοκίες ενός λαού που πίστεψε, εύλογα, ότι Ελευθερία και Ανάπτυξη βαδίζουν χέρι-χέρι. Καμία κυβέρνηση από το 1974 και ύστερα δεν μπορούσε να αποτρέψει την κρίση που, καθώς έπεφτε η Χούντα και επέστρεφε ο κοινοβουλευτισμός, ήδη κόχλαζε στα θεμέλια του ελληνικού καπιταλισμού. Όπως η παγκόσμια κρίση του 2008 πυροδότησε την αναπόφευκτη πτώχευση του ελληνικού κράτους δύο χρόνια αργότερα, έτσι κι η κατάρρευση το 1971 του πρώτου μεταπολεμικού παγκόσμιου νομισματικού συστήματος, του Μπρέτον Γουντς, πυροδότησε μετά την Μεταπολίτευση την διαδικασία κατεδάφισης του μεταπολεμικού ελληνικού μίνι βιομηχανικού «θαύματος».

Σχέδιο Μάρσαλ και μεταπολεμική βιομηχανία

Το μίνι ελληνικό βιομηχανικό «θαύμα» της δεκαετίες του ’50 χρηματοδοτήθηκε από το Σχέδιο Μάρσαλ με το οποίο εισήχθη στην Ελλάδα το ουκ ευκαταφρόνητο ποσό των 2 δις δολαρίων, που σε σημερινές τιμές αντιστοιχούν σε 26 δις δολάρια (δηλαδή περίπου επτάμιση φορές το ετήσιο εθνικό εισόδημα του 1954). Αντίθετα με τα πιο πρόσφατα ΕΣΠΑ, που σχεδόν ποτέ δεν χρησιμοποιήθηκαν για την οικοδόμηση εκ του μηδενός εργοστασιακών υποδομών, χρήματα του Σχέδιου Μάρσαλ χρηματοδότησαν ένα οικοσύστημα βιομηχανιών που, αν και προβληματικό, κατάφερε να απασχολήσει ως προλετάριους μεγάλο αριθμό εσωτερικών μεταναστών (τέως αγρότες) και, παράλληλα, να υποκαταστήσει με εγχώρια παραγωγή μεγάλο μέρος εισαγωγών (π.χ. χαλυβουργεία, υφαντουργία, εργοστάσια οικιακών συσκευών).

Τα νέα εργοστάσια εστίασαν στην εγχώρια αγορά στην οποία ευδοκίμησαν ως ολιγοπώλια πίσω από το τείχος προστασίας που οικοδόμησε το μετεμφυλιακό κράτος γύρω τους χρησιμοποιώντας ως οικοδομικά εργαλεία υψηλούς δασμούς οι οποίοι κατέστησαν τα εισαγόμενα ανταγωνιστικά αγαθά (π.χ. γερμανικά ψυγεία) απαγορευτικά για τους πολλούς και, συνεπώς, σύμβολα «στάτους» των πολύ λίγων.

Δύο ήταν οι επιπτώσεις του κρατικού προστατευτισμού, μία πολιτικο-οικονομική και μία συναλλαγματική. Στην σφαίρα της πολιτικής οικονομίας, στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, η απόλυτη ανάγκη της αναδύουσας βιομηχανίας για κρατική προστασία «έδενε» απόλυτα με την μορφή του πατερναλιστικού, αυταρχικού, μετεμφυλιακού κράτους (και παρακράτους). Δεν είναι τυχαίο ότι τα «μεγάλα τζάκια» (καμιά εικοσαριά, το πολύ, οικογένειες) που ξεπετάχτηκαν μέσα από τα συντρίμμια της Κατοχής και του Εμφύλιου διέθεταν το καθένα από έναν υπουργό, έναν βιομήχανο και, σε κάποιες περιπτώσεις, και έναν καθηγητή πανεπιστημίου.

Όσο για την συναλλαγματική επίπτωση του κρατικού προστατευτισμού, δεδομένου ότι επρόκειτο για βιομηχανίες που υπολείπονταν των πιο σύγχρονων παραγωγικών μεθόδων του διεθνούς καπιταλισμού, δεν μπορούσαν να φιλοδοξούν σε σοβαρές εξαγωγές και, συνεπώς, εστίαζαν στην εγχώρια αγορά. Όσο για την εσωτερική ζήτηση, αυτή στηριζόταν σε δύο πυλώνες.

Πρώτον, στις υπεραξίες των νέων εργοστασίων των οποίων τα υψηλά ποσοστά κέρδους αντανακλούσαν μεγάλα ποσοστά εκμετάλλευσης των νέων προλετάριων – και βέβαια την ολιγοπωλιακή ισχύ των εργοστασιαρχών. Δεύτερον, στη γνωστή διαδικασία της Αντιπαροχής που δημιούργησε χρηματικές ροές από τις προσόδους τόσο των εργολάβων όσο και των νέων ιδιοκτητών διαμερισμάτων (τα οποία γίνονταν ανάρπαστα όσο οι τέως αγρότες μετανάστευαν προς τα κέντρα εκβιομηχάνισης, κυρίως στην Αττική).

Στο μεταξύ, δεδομένων των ισχνών εξαγωγών, η βασική πηγή ξένου συναλλάγματος στην χώρα ήταν το ναυτιλιακό συνάλλαγμα, τα μεταναστευτικά εμβάσματα και τα σχετικά πενιχρά έσοδα από εξαγωγές αγροτικών προϊόντων. Παρά το ότι αυτές οι συναλλαγματικές εισροές δεν αρκούσαν για να καλύψουν τις συναλλαγματικές εκροές (π.χ., για αγορά πετρελαίου, πρώτων υλών) αυτό δεν ήταν σοβαρό πρόβλημα επειδή, στο πλαίσιο του συστήματος Μπρέτον Γουντς, οι ΗΠΑ κρατούσαν σταθερή την ισοτιμία δολαρίου-δραχμής – συνεπώς, το ελεγχόμενο εμπορικό έλλειμμα της χώρας δεν οδηγούσε σε υποτίμηση της δραχμής και αύξηση του κόστους της εισαγόμενης ενέργειας και των πρώτων υλών.

Όλα αυτά όμως άλλαξαν την 15η Αυγούστου του 1971, την σημαδιακή εκείνη μέρα που ο Πρόεδρος Νίξον τίναξε στον αέρα το σύστημα Μπρέτον Γουντς – και μαζί με αυτό τις σταθερές ισοτιμίες των ευρωπαϊκών νομισμάτων με το δολάριο.

Το σοκ του Νίξον

Το 1944 ο εφιάλτης των κυβερνώντων στις ΗΠΑ ήταν ότι, με το τέλος του πολέμου, η μείωση των εξοπλισμών και η επιστροφή των φαντάρων από τα μέτωπα θα έριχνε τις ΗΠΑ ξανά στην ασφυκτική αγκαλιά της Μεγάλης Ύφεσης. Ακόμα και να κατάφερναν να μετατρέψουν τα εργοστάσια τους ώστε αντί για τανκς και αεροπλανοφόρα να παράγουν πλυντήρια και αυτοκίνητα, γνώριζαν ότι η αμερικανική αγορά δεν ήταν αρκετά μεγάλη ώστε να απορροφήσει όλα τα προϊόντα που τα εργοστάσια μπορούσαν και έπρεπε να παράγουν ώστε να απορροφούν όλο το εργατικό δυναμικό. Έτσι σκέφτηκαν ως μόνη λύση τις καθαρές εξαγωγές στην Ευρώπη και την Ιαπωνία. Ναι, αλλά με τι χρήματα θα αγόραζαν αμερικανικά προϊόντα οι Ευρωπαίοι και οι Ιάπωνες των οποίων τα νομίσματα είχαν εξαϋλωθεί εν μέσω πολέμου; Η απάντηση που έδωσαν οι αμερικανοί κυβερνώντες: «Με δολάρια που θα τους στείλουμε εμείς, είτε ως βοήθεια είτε ως δάνεια!»

Αυτός ήταν ο στόχος του συστήματος του Μπρέτον Γουντς:  η «δολαριοποίηση» των νομισμάτων της Ευρώπης και της Ιαπωνίας μέσω της σύνδεσης του δολάριου, του χρυσού, των ευρωπαϊκών νομισμάτων και του γεν με σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες – και, βέβαια, με capital controls (περιορισμούς στη διακίνηση χρημάτων από το ένα νόμισμα στο άλλο – αλλά όχι και με τον χρυσό) ώστε να μπουν όρια στο πόσα δολάρια ήταν διατεθειμένες οι αρχές των ΗΠΑ να παρέχουν με αντάλλαγμα το αδύναμο χρήμα των «ευεργετημένων» τους, π.χ. ελληνικές δραχμές, ιταλικές λιρέτες κλπ.[1]

Το σύστημα αυτό λειτούργησε διότι με κάθε Cadillac, κάθε ψυγείο Westinghouse, κάθε αεροσκάφος Boeing που εξήγαγε η Αμερική, τα δολάρια που είχε στείλει η Ουάσιγκτον στην Ευρώπη και στην Ιαπωνία επαναπατρίζονταν. Όμως, από το 1968 και μετά αυτός ο μηχανισμός ανακύκλωσης των αμερικανικών πλεονασμάτων «στόμωσε» καθώς το εμπορικό πλεόνασμα των ΗΠΑ μετατράπηκε σε μόνιμο εμπορικό έλλειμμα.[2] Έτσι, ένα διαρκές τσουνάμι δολαρίων έφευγε από τις ακτές της Αμερικής για να σχηματίζει όλο και μεγαλύτερες λίμνες δολαρίων στις κεντρικές τράπεζες της Ευρώπης και της Ιαπωνίας. Με την σειρά τους, αυτές απαιτούσαν από τις ΗΠΑ να τους μετατρέπουν τα δολάριά του σε αμερικανικό χρυσό, αδειάζοντας το Φορτ Νοξ. Αποτέλεσμα; Τον Αύγουστο του 1971 ο Νίξον έσπασε τις ισοτιμίες, αναίρεσε την δέσμευση των ΗΠΑ να μετατρέπουν δολάρια σε χρυσό και, επί της ουσίας, απέβαλε τα ευρωπαϊκά νομίσματα από τη ζώνη του δολαρίου.

Αμέσως, το δολάριο υποτιμήθηκε ραγδαία απέναντι στα νομίσματα των πλεονασματικών χωρών (μάρκο και γιεν) τα οποία εκτοξεύτηκαν στα ουράνια. Παράλληλα, οι πετρελαιοπαραγωγικές χώρες είδαν την αγοραστική αξία του κάθε δολάριου που εισέπρατταν για το πετρέλαιό τους να καταβαραθρώνεται. Για να την ανακτήσουν, χρησιμοποίησαν το καρτέλ τους (ΟΠΕΚ) ώστε να εξισορροπήσουν την πραγματική αξία κάθε βαρελιού πετρελαίου αυξάνοντας το ίδιο ραγδαία την τιμή του σε (υποτιμημένα) δολάρια. Έτσι, ελλειμματικές χώρες όπως η Ελλάδα δέχθηκαν ένα βάναυσο διπλό πλήγμα: πιέσεις για υποτίμηση του νομίσματός τους σε σχέση με το δολάριο, και πολλαπλασιασμό των δολαρίων που έπρεπε να πληρώνουν για κάθε βαρέλι πετρελαίου.

Ως το 1975, οι κυβερνήσεις των Αθηνών προσπάθησαν, με αυστηρά capital controls, να κρατήσουν την ισοτιμία δολαρίου-δραχμής σταθερή. Όμως αυτό απλά ενίσχυσε την παράνομη μαζική έξοδο συναλλάγματος και, λόγω της μεγάλης αύξησης της ενέργειας, την εκτόξευση του πληθωρισμού πάνω από 20%. Η πετρελαϊκή κρίση μάλιστα έπληξε και το ναυτιλιακό συνάλλαγμα, η οικοδομή αποτελματώθηκε, ακόμα και τα μεταναστευτικά εμβάσματα άρχισαν να φθίνουν. Έτσι, από το 1975 ξεκινά η συστηματική υποτίμηση της δραχμής η οποία ενισχύει τον φαύλο κύκλο του πληθωρισμού-υποτίμησης.

Πριν λοιπόν καλά-καλά πέσει η Χούντα, η ελληνική βιομηχανία είχε δεχθεί δύο μεγάλα πλήγματα: Από τη μία, μείωση της εγχώριας ζήτησης καθώς η εργατική και μεσαία τάξη έβλεπε το διαθέσιμο εισόδημα να μειώνεται εν όψει της ενεργειακής ακρίβειας, των μειωμένων συναλλαγματικών εισροών, και της φυγής κεφαλαίων στο εξωτερικό. Δεύτερον, εργοστάσια που ποτέ δεν φημίζονταν για την αποτελεσματική χρήση της ενέργειας, όταν η τιμή του πετρελαίου διπλασιάστηκε έχασαν ό,τι ανταγωνιστικότητα είχαν σε σχέση με ξένους ανταγωνιστές των οποίων το ενεργειακό κόστος ανά μονάδα παραγωγής ήταν χαμηλότερο. Μέσα σε αυτό το ζοφερό σκηνικό, ο Κ. Καραμανλής επιλέγει τη στρατηγική επιλογή της ένταξης στην ΕΟΚ – βασικό προαπαιτούμενο της οποίας, βέβαια, ήταν η κατάργηση της κρατικής προστασίας (μέσω δασμών και άλλων παρεμβάσεων). Επρόκειτο για τη χαριστική βολή στην ελληνική βιομηχανία.

Εργοστάσια τα οποία

  • από τη μία μέρα στην άλλη στερήθηκαν το προστατευτικό τείχος των δασμών (χωρίς το οποίο δεν θα υπήρχαν)

  • είδαν να εξανεμίζεται η όποια ανταγωνιστικότητά τους με την αύξηση της τιμής του πετρελαίου

  • ανήκαν σε ολιγάρχες που, ξάφνου, απέκτησαν ισχυρό κίνητρο να εξάγουν συνάλλαγμα (είτε δικό τους είτε δανεικών από τις τράπεζες) αντί να επενδύουν σε μια εγχώρια αγορά με καχεκτική, και ολοένα μειούμενη, συνολική ζήτηση

ήταν νομοτελειακά δεδομένο ότι θα έκλειναν, μετατρεπόμενα σε αποθήκες μέσα από τις οποίες βορειο-ευρωπαϊκές εταιρείες (που αγόρασαν τα κουφάρια των ελληνικών βιομηχανιών) θα διακινούσαν εισαγόμενα υποκατάστατα των πάλαι ποτέ προϊόντων του μίνι ελληνικού βιομηχανικού «θαύματος».

Από την Αλλαγή στην Λιτότητα

Η επικρατούσα άποψη ότι για την διόγκωση του δημόσιου χρέους και του κράτους ευθύνεται η πρώτη κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ στερείται βάσης. Η μεγέθυνση του κρατικού χρέους οφείλεται κυρίως στην προδιαγεγραμμένη κατάρρευση της βιομηχανίας. Ακόμα κι αν το 1981 ο Γεώργιος Ράλλης δεν είχε ηττηθεί από τον Ανδρέα Παπανδρέου, θα αναγκαζόταν – όπως έκανε κι η πρώτη κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ – να προσπαθήσει, χωρίς καμία τύχη βέβαια, να κρατήσει εν ζωή κάποιες από τις χρεοκοπημένες βιομηχανίες μεταφέροντας τις ζημιές και τα χρέη τους στα λογιστικά βιβλία του κράτους. Κι όταν πλέον ερχόταν το μοιραίο λουκέτο, εν απουσία έστω και ενός στοιχειώδους δίκτυου κρατικής προστασίας (π.χ., επιδόματα ανεργίας στους απολυμένους προλετάριους) η κοινωνική πίεση στην οποιαδήποτε κυβέρνηση να μεταφέρει απολυμένους και ανέργους στον κρατικό τομέα δεν μπορούσε παρά να είναι ασφυκτική.

Η αποτυχία της πρώτης κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ δεν ήταν, λοιπόν, η μεταφορά ιδιωτικών ζημιών στο δημόσιο χρέος (κάτι το αναπόφευκτο), ούτε και η προσπάθεια αναδιανομής των εισοδημάτων (μέσω της παροχής συντάξεων στις αγρότισσες ή της αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής μισθών και συντάξεων) που στόχευε τόσο στην ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης όσο και στην καταπολέμηση σκληρής ανισότητας.  Αλλού έγκειται η αποτυχία του ΠΑΣΟΚ: Δεν κατάφερε να ενισχύσει την εγχώρια παραγωγή υλοποιώντας το όραμα για εναλλακτικό παραγωγικό μοντέλο που, χρηματοδοτούμενο από ευρωπαϊκά προγράμματα (στο ρόλο που παλιά έπαιξε το Σχέδιο Μάρσαλ), θα δημιουργούσε νέες συνεταιριστικές, παραγωγικές επιχειρήσεις. Αντί αυτών, το όραμα της συνεταιριστικής οικονομίας κατέληξε σε κρατικοδίαιτο, εργατοπατερικό, παρασιτικό δήθεν συνδικαλισμό.

Από το 1985 και έπειτα (με την ενθρόνιση του Κώστα Σημίτη στο Υπουργείο Οικονομικών) το ελληνικό κράτος εισέρχεται στη λεγόμενη νεοφιλελεύθερη εποχή (η οποία ούτε νέα ήταν ούτε φιλελεύθερη) που αντανακλά πλήρως το Νέο Τρίπτυχο του μετά το Μπρέτον Γουντς αγγλοσαξονικού καπιταλισμού, όπως αυτός σμιλεύτηκε από το δίδυμο Θάτσερ-Ρέιγκαν:

Λιτότητα, με στόχο την μακροοικονομική συρρίκνωση της διαπραγματευτικής ισχύος της έμμισθης εργασίας

Ιδιωτικοποίηση, με στόχο την μικροοικονομική ενίσχυση της διαπραγματευτικής ισχύος του ιδιωτικού κεφαλαίου

Χρηματιστικοποίηση, δηλαδή η τάση της άρχουσας τάξης να πλουτίζει όχι πλέον μέσω της υπεραξίας που προκύπτει από την βιομηχανική παραγωγή αλλά μέσα από την «μόχλευση» του τραπεζικού και χρηματιστηριακού συστήματος.

Η αποτυχία της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, και άρα η συντομότατη θητεία της, οφείλεται στο ότι δεν κατανόησε πως το Νέο Τρίπτυχο δεν «δουλεύει» χωρίς τη δημιουργία μιας τεράστιας φούσκας που να αντισταθμίζει την λαϊκή οργή με μια ψευδή υπόσχεση πλουτισμού. Αυτή τη φούσκα την δημιούργησε έντεχνα η πρώτη κυβέρνηση Σημίτη πατώντας πάνω στην διαδικασία ένταξης της Ελλάδας στο ευρώ.

Από τη μία, η Λιτότητα μείωνε την ενεργό ζήτηση με σκοπό την συρρίκνωση του πληθωρισμού τόσο όσο απαιτείτο για τον «εθνικό σκοπό» να πιάσουμε τα κριτήρια εισόδου στο ευρώ, με παράπλευρες «απώλειες» την αύξηση της ανεργίας, τη γενιά που δούλευε με «μπλοκάκι», την απαρχή του πρεκαριάτου. Από την άλλη, όσο διαφαινόταν ότι θα μπούμε στο ευρώ, τα ονομαστικά επιτόκια μειώνονταν (συγκλίνοντας με τα γερμανικά) και πυροδότησαν την ξέφρενη κούρσα του Χρηματιστήριου (καθώς οι αποταμιεύσεις στις τράπεζες δεν απέδιδαν). Μπορεί ένας προλετάριος, ένας ταξιτζής, ένας αγρότης να υπέφερε από την Λιτότητα, αλλά η Χρηματιστικοποίηση του επέτρεπε να ονειρευτεί –  για κάποια φεγγάρια εύλογα – ότι δανειζόμενος, πουλώντας το ταξί του ή το χωράφι του για να αγοράσει μετοχές, ρέπος κλπ. θα πλούτιζε.

Να γιατί το ευρώ έγινε το φετίχ της άρχουσας τάξης: Έχοντας αποδεχτεί την πλήρη αποβιομηχάνιση, η διαδικασία σύγκλισης με το ευρώ γέννησε τεράστιες φούσκες (Χρηματιστήριο, ακίνητα) που οι έχοντες μετέτρεψαν σε ευκαιρίες προσοδοφορίας και, βέβαια, στην προοπτική της νόμιμης εξαγωγής των προσόδων τους στο εξωτερικό. Μέσα στον ορυμαγδό αυτόν, η υπόλοιπη κοινωνία, οι μη προνομιούχοι, θαμπώνονταν ως νέοι λωτοφάγοι με την (αντι-) αισθητική πλευρά της Χρηματιστικοποίησης, το εμετικό lifestyle που εξέπεμπαν τα  νέα (τότε) ιδιωτικά κανάλια και τα περιοδικά τύπου ΚΛΙΚ-ΝΙΤΡΟ.

Το ευρώ και η προδιαγεγραμμένη ερημοποίηση που έφερε

Μετά το Σοκ του Νίξον, η τότε ΕΟΚ βρέθηκε στο χείλος του γκρεμού. Δομημένη ως καρτέλ βαριάς βιομηχανίας, η ΕΟΚ χρειαζόταν σταθερές ισοτιμίες (αλλιώς δεν μπορούσαν να φιξάρουν τις τιμές ώστε να αποφεύγεται ο μεταξύ τους ανταγωνισμός). Μέχρι το 1971, οι ΗΠΑ προσέφεραν στο ευρωπαϊκό καρτέλ τις απαραίτητες σταθερές ισοτιμίες. Όμως το Eurexit του Νίξον (η αποπομπή της Ευρώπης από τη ζώνη του δολαρίου) έβαλε τέλος σε αυτές και ανάγκασε την Ευρώπη να οικοδομήσει το δικό της Μπρέτον Γουντς – κάτι που όσο και να προσπάθησε δεν κατάφερε να το πετύχει, με αποτέλεσμα την δραστική «λύση» του κοινού νομίσματος. Το ευρώ, εν ολίγοις, δημιουργήθηκε για χάρη του βορειοευρωπαϊκού καρτέλ βαριάς βιομηχανίας, μεγαλοτραπεζιτών και τσιφλικάδων. Το εύλογο ερώτημα τότε τίθεται ως εξής: Την Ελλάδα γιατί την ήθελαν στο ευρώ; Γιατί βοήθησαν την κυβέρνηση Σημίτη, με τη αρωγή Goldman Sachs και Σια, να «σμιλέψει» τα μακροοικονομικά μας μεγέθη; Μια τυχαία συνάντηση το 1998 με διευθυντή μεγάλης γερμανικής τράπεζας με είχε προετοιμάσει για την απάντηση στο ερώτημα αυτό.

Απορημένος από τη χαρά του που η Ελλάδα είχε προσκληθεί να ενταχθεί στο ευρώ, τον ρώτησα γιατί. Μου εξήγησε ότι οι Έλληνες ήμασταν ιδανικοί πελάτες της τράπεζάς του. Αν και πολύ φτωχότεροι από τους Γερμανούς, μας ανήκαν τα σπίτια μας και δεν είχαμε ιδιωτικά χρέη. «Μόλις οι μισθοί σας πληρώνονται σε μάρκα (SIC)», μου είπε «θα σας πουλάμε στεγαστικά, Volkswagen, οικιακές συσκευές μαζί με τα δάνεια για να τα αγοράζετε». Έντρομος τον ρώτησα τι πίστευε ότι θα συμβεί όταν αυτά τα δάνεια θα δημιουργούσαν την ψευδαίσθηση της ευημερίας, τροφοδοτώντας χρέη και διογκώνοντας φούσκες που ήταν βέβαιο ότι θα έσκαγαν αφήνοντας τους έλληνες πελάτες του μόνο με ανεξόφλητα χρέη. «Τότε θα σας πάρουμε τα σπίτια σας», απάντησε προφητικά.

Η πορεία της ελληνικής οικονομίας προς την ριζοσπαστική μη-βιωσιμότητα ήταν όντως απολύτως προδιαγεγραμμένη. Όταν το 2008 κατέρρευσε το διεθνές τραπεζικό σύστημα, το οποίο είχε εκθρέψει το Νέο Τρίπτυχο (Λιτότητα-Ιδιωτικοποίηση-Χρηματιστικοποίηση), το διεθνές διευθυντήριο του Ατλαντικού καπιταλισμού μας «επισκέφτηκε» υπό την μορφή της τρόικας με ένα στόχο: να μην αρχίσει στην Ελλάδα το ξήλωμα του Νέου Τρίπτυχου αλλά, αντίθετα, να εφαρμοστεί με ακόμα μεγαλύτερη σκληρότητα και χυδαιότητα.

Σε εκείνη την ιστορική καμπή, τέλη του 2014 αρχές του 2015, το μόνο που μπορούσε να αποτρέψει την ερημοποίηση της χώρας, ήταν μια πολιτική επανάσταση. Προαπαιτούμενό της η συνειδητοποίηση ότι η έξοδος από το ευρώ (όσο και επώδυνη) δεν ήταν η χείριστη εξέλιξη – χείριστη εξέλιξη ήταν η ερημοποίηση που εγγυόταν η εντατικοποίηση του Τρίπτυχου Λιτότητα-Ιδιωτικοποίηση-Χρηματιστικοποίηση. Κι όταν αυτή η εντατικοποίηση έφτασε τον απόγειο της εφαρμογής της στο όνομα της Αριστεράς, η άρχουσα τάξη έτριβε τα μάτια της καθώς άνοιγαν την μία σαμπάνια μετά την άλλη.

——————–

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Ένα αποτέλεσμα αυτών των capital controls ήταν πως κράτησαν τους τραπεζίτες σχετικά ανίσχυρους, καθώς τους στέρησαν τη δυνατότητα να κερδοσκοπούν στοιχηματίζοντας στις μεταβολές της συναλλαγματικής αξίας των νομισμάτων, στοιχήματα που απαιτούν μαζικές μετακινήσεις μεγάλων ποσοτήτων χρήματος από το ένα νόμισμα στο άλλο, από τη μια χώρα στην άλλη.

[2] Αυτό συνέβη για δύο λόγους: Πρώτον, η παραγωγικότητα των αμερικανικών εργοστασίων άρχισε να υστερεί εκείνης των γερμανικών και ιαπωνικών. Δεύτερον, τα τεράστια ποσά που ξόδευε το Πεντάγωνο για τον πόλεμο του Βιετνάμ κατέληγαν να φουντώνουν την ζήτηση για εισαγωγές.

Cookies help us deliver our services. By using our services, you agree to our use of cookies. More Information