Η Μεταπολίτευση ήταν καταδικασμένη να διαψεύσει τις υψηλές προσδοκίες ενός λαού που πίστεψε, εύλογα, ότι Ελευθερία και Ανάπτυξη βαδίζουν χέρι-χέρι. Καμία κυβέρνηση από το 1974 και ύστερα δεν μπορούσε να αποτρέψει την κρίση που, καθώς έπεφτε η Χούντα και επέστρεφε ο κοινοβουλευτισμός, ήδη κόχλαζε στα θεμέλια του ελληνικού καπιταλισμού. Όπως η παγκόσμια κρίση του 2008 πυροδότησε την αναπόφευκτη πτώχευση του ελληνικού κράτους δύο χρόνια αργότερα, έτσι κι η κατάρρευση το 1971 του πρώτου μεταπολεμικού παγκόσμιου νομισματικού συστήματος, του Μπρέτον Γουντς, πυροδότησε μετά την Μεταπολίτευση την διαδικασία κατεδάφισης του μεταπολεμικού ελληνικού μίνι βιομηχανικού «θαύματος».
Σχέδιο Μάρσαλ και μεταπολεμική βιομηχανία
Το μίνι ελληνικό βιομηχανικό «θαύμα» της δεκαετίες του ’50 χρηματοδοτήθηκε από το Σχέδιο Μάρσαλ με το οποίο εισήχθη στην Ελλάδα το ουκ ευκαταφρόνητο ποσό των 2 δις δολαρίων, που σε σημερινές τιμές αντιστοιχούν σε 26 δις δολάρια (δηλαδή περίπου επτάμιση φορές το ετήσιο εθνικό εισόδημα του 1954). Αντίθετα με τα πιο πρόσφατα ΕΣΠΑ, που σχεδόν ποτέ δεν χρησιμοποιήθηκαν για την οικοδόμηση εκ του μηδενός εργοστασιακών υποδομών, χρήματα του Σχέδιου Μάρσαλ χρηματοδότησαν ένα οικοσύστημα βιομηχανιών που, αν και προβληματικό, κατάφερε να απασχολήσει ως προλετάριους μεγάλο αριθμό εσωτερικών μεταναστών (τέως αγρότες) και, παράλληλα, να υποκαταστήσει με εγχώρια παραγωγή μεγάλο μέρος εισαγωγών (π.χ. χαλυβουργεία, υφαντουργία, εργοστάσια οικιακών συσκευών).
Τα νέα εργοστάσια εστίασαν στην εγχώρια αγορά στην οποία ευδοκίμησαν ως ολιγοπώλια πίσω από το τείχος προστασίας που οικοδόμησε το μετεμφυλιακό κράτος γύρω τους χρησιμοποιώντας ως οικοδομικά εργαλεία υψηλούς δασμούς οι οποίοι κατέστησαν τα εισαγόμενα ανταγωνιστικά αγαθά (π.χ. γερμανικά ψυγεία) απαγορευτικά για τους πολλούς και, συνεπώς, σύμβολα «στάτους» των πολύ λίγων.
Δύο ήταν οι επιπτώσεις του κρατικού προστατευτισμού, μία πολιτικο-οικονομική και μία συναλλαγματική. Στην σφαίρα της πολιτικής οικονομίας, στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, η απόλυτη ανάγκη της αναδύουσας βιομηχανίας για κρατική προστασία «έδενε» απόλυτα με την μορφή του πατερναλιστικού, αυταρχικού, μετεμφυλιακού κράτους (και παρακράτους). Δεν είναι τυχαίο ότι τα «μεγάλα τζάκια» (καμιά εικοσαριά, το πολύ, οικογένειες) που ξεπετάχτηκαν μέσα από τα συντρίμμια της Κατοχής και του Εμφύλιου διέθεταν το καθένα από έναν υπουργό, έναν βιομήχανο και, σε κάποιες περιπτώσεις, και έναν καθηγητή πανεπιστημίου.
Όσο για την συναλλαγματική επίπτωση του κρατικού προστατευτισμού, δεδομένου ότι επρόκειτο για βιομηχανίες που υπολείπονταν των πιο σύγχρονων παραγωγικών μεθόδων του διεθνούς καπιταλισμού, δεν μπορούσαν να φιλοδοξούν σε σοβαρές εξαγωγές και, συνεπώς, εστίαζαν στην εγχώρια αγορά. Όσο για την εσωτερική ζήτηση, αυτή στηριζόταν σε δύο πυλώνες.
Πρώτον, στις υπεραξίες των νέων εργοστασίων των οποίων τα υψηλά ποσοστά κέρδους αντανακλούσαν μεγάλα ποσοστά εκμετάλλευσης των νέων προλετάριων – και βέβαια την ολιγοπωλιακή ισχύ των εργοστασιαρχών. Δεύτερον, στη γνωστή διαδικασία της Αντιπαροχής που δημιούργησε χρηματικές ροές από τις προσόδους τόσο των εργολάβων όσο και των νέων ιδιοκτητών διαμερισμάτων (τα οποία γίνονταν ανάρπαστα όσο οι τέως αγρότες μετανάστευαν προς τα κέντρα εκβιομηχάνισης, κυρίως στην Αττική).
Στο μεταξύ, δεδομένων των ισχνών εξαγωγών, η βασική πηγή ξένου συναλλάγματος στην χώρα ήταν το ναυτιλιακό συνάλλαγμα, τα μεταναστευτικά εμβάσματα και τα σχετικά πενιχρά έσοδα από εξαγωγές αγροτικών προϊόντων. Παρά το ότι αυτές οι συναλλαγματικές εισροές δεν αρκούσαν για να καλύψουν τις συναλλαγματικές εκροές (π.χ., για αγορά πετρελαίου, πρώτων υλών) αυτό δεν ήταν σοβαρό πρόβλημα επειδή, στο πλαίσιο του συστήματος Μπρέτον Γουντς, οι ΗΠΑ κρατούσαν σταθερή την ισοτιμία δολαρίου-δραχμής – συνεπώς, το ελεγχόμενο εμπορικό έλλειμμα της χώρας δεν οδηγούσε σε υποτίμηση της δραχμής και αύξηση του κόστους της εισαγόμενης ενέργειας και των πρώτων υλών.
Όλα αυτά όμως άλλαξαν την 15η Αυγούστου του 1971, την σημαδιακή εκείνη μέρα που ο Πρόεδρος Νίξον τίναξε στον αέρα το σύστημα Μπρέτον Γουντς – και μαζί με αυτό τις σταθερές ισοτιμίες των ευρωπαϊκών νομισμάτων με το δολάριο.
Το σοκ του Νίξον
Το 1944 ο εφιάλτης των κυβερνώντων στις ΗΠΑ ήταν ότι, με το τέλος του πολέμου, η μείωση των εξοπλισμών και η επιστροφή των φαντάρων από τα μέτωπα θα έριχνε τις ΗΠΑ ξανά στην ασφυκτική αγκαλιά της Μεγάλης Ύφεσης. Ακόμα και να κατάφερναν να μετατρέψουν τα εργοστάσια τους ώστε αντί για τανκς και αεροπλανοφόρα να παράγουν πλυντήρια και αυτοκίνητα, γνώριζαν ότι η αμερικανική αγορά δεν ήταν αρκετά μεγάλη ώστε να απορροφήσει όλα τα προϊόντα που τα εργοστάσια μπορούσαν και έπρεπε να παράγουν ώστε να απορροφούν όλο το εργατικό δυναμικό. Έτσι σκέφτηκαν ως μόνη λύση τις καθαρές εξαγωγές στην Ευρώπη και την Ιαπωνία. Ναι, αλλά με τι χρήματα θα αγόραζαν αμερικανικά προϊόντα οι Ευρωπαίοι και οι Ιάπωνες των οποίων τα νομίσματα είχαν εξαϋλωθεί εν μέσω πολέμου; Η απάντηση που έδωσαν οι αμερικανοί κυβερνώντες: «Με δολάρια που θα τους στείλουμε εμείς, είτε ως βοήθεια είτε ως δάνεια!»
Αυτός ήταν ο στόχος του συστήματος του Μπρέτον Γουντς: η «δολαριοποίηση» των νομισμάτων της Ευρώπης και της Ιαπωνίας μέσω της σύνδεσης του δολάριου, του χρυσού, των ευρωπαϊκών νομισμάτων και του γεν με σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες – και, βέβαια, με capital controls (περιορισμούς στη διακίνηση χρημάτων από το ένα νόμισμα στο άλλο – αλλά όχι και με τον χρυσό) ώστε να μπουν όρια στο πόσα δολάρια ήταν διατεθειμένες οι αρχές των ΗΠΑ να παρέχουν με αντάλλαγμα το αδύναμο χρήμα των «ευεργετημένων» τους, π.χ. ελληνικές δραχμές, ιταλικές λιρέτες κλπ.[1]
Το σύστημα αυτό λειτούργησε διότι με κάθε Cadillac, κάθε ψυγείο Westinghouse, κάθε αεροσκάφος Boeing που εξήγαγε η Αμερική, τα δολάρια που είχε στείλει η Ουάσιγκτον στην Ευρώπη και στην Ιαπωνία επαναπατρίζονταν. Όμως, από το 1968 και μετά αυτός ο μηχανισμός ανακύκλωσης των αμερικανικών πλεονασμάτων «στόμωσε» καθώς το εμπορικό πλεόνασμα των ΗΠΑ μετατράπηκε σε μόνιμο εμπορικό έλλειμμα.[2] Έτσι, ένα διαρκές τσουνάμι δολαρίων έφευγε από τις ακτές της Αμερικής για να σχηματίζει όλο και μεγαλύτερες λίμνες δολαρίων στις κεντρικές τράπεζες της Ευρώπης και της Ιαπωνίας. Με την σειρά τους, αυτές απαιτούσαν από τις ΗΠΑ να τους μετατρέπουν τα δολάριά του σε αμερικανικό χρυσό, αδειάζοντας το Φορτ Νοξ. Αποτέλεσμα; Τον Αύγουστο του 1971 ο Νίξον έσπασε τις ισοτιμίες, αναίρεσε την δέσμευση των ΗΠΑ να μετατρέπουν δολάρια σε χρυσό και, επί της ουσίας, απέβαλε τα ευρωπαϊκά νομίσματα από τη ζώνη του δολαρίου.
Αμέσως, το δολάριο υποτιμήθηκε ραγδαία απέναντι στα νομίσματα των πλεονασματικών χωρών (μάρκο και γιεν) τα οποία εκτοξεύτηκαν στα ουράνια. Παράλληλα, οι πετρελαιοπαραγωγικές χώρες είδαν την αγοραστική αξία του κάθε δολάριου που εισέπρατταν για το πετρέλαιό τους να καταβαραθρώνεται. Για να την ανακτήσουν, χρησιμοποίησαν το καρτέλ τους (ΟΠΕΚ) ώστε να εξισορροπήσουν την πραγματική αξία κάθε βαρελιού πετρελαίου αυξάνοντας το ίδιο ραγδαία την τιμή του σε (υποτιμημένα) δολάρια. Έτσι, ελλειμματικές χώρες όπως η Ελλάδα δέχθηκαν ένα βάναυσο διπλό πλήγμα: πιέσεις για υποτίμηση του νομίσματός τους σε σχέση με το δολάριο, και πολλαπλασιασμό των δολαρίων που έπρεπε να πληρώνουν για κάθε βαρέλι πετρελαίου.
Ως το 1975, οι κυβερνήσεις των Αθηνών προσπάθησαν, με αυστηρά capital controls, να κρατήσουν την ισοτιμία δολαρίου-δραχμής σταθερή. Όμως αυτό απλά ενίσχυσε την παράνομη μαζική έξοδο συναλλάγματος και, λόγω της μεγάλης αύξησης της ενέργειας, την εκτόξευση του πληθωρισμού πάνω από 20%. Η πετρελαϊκή κρίση μάλιστα έπληξε και το ναυτιλιακό συνάλλαγμα, η οικοδομή αποτελματώθηκε, ακόμα και τα μεταναστευτικά εμβάσματα άρχισαν να φθίνουν. Έτσι, από το 1975 ξεκινά η συστηματική υποτίμηση της δραχμής η οποία ενισχύει τον φαύλο κύκλο του πληθωρισμού-υποτίμησης.
Πριν λοιπόν καλά-καλά πέσει η Χούντα, η ελληνική βιομηχανία είχε δεχθεί δύο μεγάλα πλήγματα: Από τη μία, μείωση της εγχώριας ζήτησης καθώς η εργατική και μεσαία τάξη έβλεπε το διαθέσιμο εισόδημα να μειώνεται εν όψει της ενεργειακής ακρίβειας, των μειωμένων συναλλαγματικών εισροών, και της φυγής κεφαλαίων στο εξωτερικό. Δεύτερον, εργοστάσια που ποτέ δεν φημίζονταν για την αποτελεσματική χρήση της ενέργειας, όταν η τιμή του πετρελαίου διπλασιάστηκε έχασαν ό,τι ανταγωνιστικότητα είχαν σε σχέση με ξένους ανταγωνιστές των οποίων το ενεργειακό κόστος ανά μονάδα παραγωγής ήταν χαμηλότερο. Μέσα σε αυτό το ζοφερό σκηνικό, ο Κ. Καραμανλής επιλέγει τη στρατηγική επιλογή της ένταξης στην ΕΟΚ – βασικό προαπαιτούμενο της οποίας, βέβαια, ήταν η κατάργηση της κρατικής προστασίας (μέσω δασμών και άλλων παρεμβάσεων). Επρόκειτο για τη χαριστική βολή στην ελληνική βιομηχανία.
Εργοστάσια τα οποία
-
από τη μία μέρα στην άλλη στερήθηκαν το προστατευτικό τείχος των δασμών (χωρίς το οποίο δεν θα υπήρχαν)
-
είδαν να εξανεμίζεται η όποια ανταγωνιστικότητά τους με την αύξηση της τιμής του πετρελαίου
-
ανήκαν σε ολιγάρχες που, ξάφνου, απέκτησαν ισχυρό κίνητρο να εξάγουν συνάλλαγμα (είτε δικό τους είτε δανεικών από τις τράπεζες) αντί να επενδύουν σε μια εγχώρια αγορά με καχεκτική, και ολοένα μειούμενη, συνολική ζήτηση