Αναρωτιέμαι αν τα νέα παιδιά που διαδηλώνουν αυτό τον καιρό για τα Τέμπη, διεκδικώντας το μέλλον τους εν γνώσει του ότι μόνο η σύγκρουση με ένα σάπιο κατεστημένο θα κάνει τη διαφορά – αναρωτιέμαι αν αναρωτιούνται πως θα ήταν εάν ο Ρους της Ιστορίας τις ή τους επέτρεπε να μπουν στα υπουργεία, έστω και για λίγο, ως υπουργοί. Επειδή πριν ακριβώς 10 χρόνια είχα αυτή την εμπειρία, την μοιράζομαι σε αυτή την στήλη. Στο πρώτο επεισόδιο απάντησα στο ερώτημα αν ήταν προδιαγεγραμμένη η ήττα μας. (Βλ. εδώ) Σε τούτο, το 2ο Επεισόδιο, αφηγούμαι λεπτό-προς λεπτό τις πρώτες 6 μέρες στο Υπουργείο Οικονομικών, από την στιγμή της ορκομωσίας (26-1-2025) έως ότου έξι μέρες αργότερα (31-1-2025) πήρα το αεροπλάνο για την Εσπερία όπου με περίμεναν οι ξένοι “παράγοντες” να αρχίσουμε τη μάχη της διαπραγμάτευσης, εκπροσωπώντας έναν λαό που μας είχε ορκίσει να κάνουμε, εκ μέρους του, τη ρήξη.
Απόσπασμα του ΑΝΙΚΗΤΟΙ ΗΤΤΗΜΕΝΟΙ (Εκδόσεις: Πατάκης), Κεφάλαιo 6
Ο φρουρός έξω από το Μαξίμου είχε μείνει εμβρόντητος. «Θα βγείτε μόνος σας, Υπουργέ;» ρώτησε. Έγνεψα καταφατικά καθώς άνοιγε η ηλεκτρονική πύλη, έχοντας πλήρη επίγνωση των απέξω κατασκηνωμένων φωτογράφων και καμεραμάν. Ήμουν όμως αποφασισμένος να φτάσω ως το Υπουργείο Οικονομικών με τα πόδια και χωρίς συνοδεία. Αιφνιδιάστηκαν κι εκείνοι όπως και ο φρουρός, και προσπαθώντας να με πάρουν στο κατόπι φορτωμένοι με τον εξοπλισμό τους, σκόνταφταν πάνω στα καλώδια και έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλο. Μέχρι όμως να στρίψω αριστερά στη Βασιλίσσης Σοφίας, από την πλευρά του Εθνικού Κήπου, κατευθυνόμενος προς την Πλατεία Συντάγματος, είχαν εγκαταλείψει την προσπάθεια.
Περνώντας από την πλαϊνή είσοδο της Βουλής θυμήθηκα τη σκηνή που εκείνη η διαδηλώτρια, τον Ιούνιο του 2011, απάντησε στη γεμάτη οργή ερώτηση κυβερνητικού στελέχους «ποια είσαι εσύ, μωρή, που θα κρίνεις τι πρέπει και τι δεν πρέπει να ψηφίσω;» με την αποστομωτική απάντηση: «Ποια θα έπρεπε να είμαι;» Κάθε βήμα προς την Πλατεία Συντάγματος μου έφερνε στον νου ένα πρόσωπο, ένα σύνθημα, μια ανάμνηση από εκείνες τις μακρές νύχτες του 2011, όταν η Αθήνα ξεσηκώθηκε ενάντια στη συλλογική μας ταπείνωση. Διασχίζοντας τη Λεωφόρο Αμαλίας μπροστά από τη Bουλή προς την Πλατεία Συντάγματος, ένιωθα πως πατούσα σε ιερό έδαφος.
Ο ήλιος είχε δύσει, και το ψυχρό χειμωνιάτικο αεράκι έκανε τα φύλλα που είχαν απομείνει στα δέντρα να θροΐζουν, ωθώντας τους πεζούς να επιταχύνουν το βήμα τους. Τα φώτα του δρόμου δεν είχαν ακόμα ανάψει και μες στο σούρουπο μου πήρε μερικές στιγμές μέχρι να εντοπίσω το δέντρο με τις ανθοδέσμες και τα χειρόγραφα σημειώματα τα αφιερωμένα στη μνήμη του Δημήτρη Χριστούλα, του συνταξιούχου φαρμακοποιού που αυτοπυροβολήθηκε σε εκείνο το σημείο. Εκεί ξέκλεψα ένα λεπτό κοιτάζοντας μια το δέντρο, μια απέναντι προς το Υπουργείο Οικονομικών, σαν να προσπαθούσα να χτίσω μια νοητή γέφυρα μεταξύ εκείνου του δέντρου και των φωτισμένων γραφείων του υπουργείου το οποίο θα παραλάμβανα.
Την επόμενη στιγμή διέσχιζα την οδό Φιλελλήνων για να διαβώ την πόρτα του υπουργείου που θα αποτελούσε το καμίνι μου για τις επόμενες 162 μέρες. Καθώς έμπαινα στο κτίριο, με υποδέχθηκαν με επευφημίες πενήντα από τις θρυλικές καθαρίστριες του υπουργείου που είχαν απολυθεί προς παραδειγματισμόν από την τρόικα και την προηγούμενη κυβέρνηση εν μιά νυκτί και χωρίς αποζημίωση – και οι οποίες δε σταμάτησαν ούτε μέρα να διαδηλώνουν έξω από το υπουργείο. «Μη μας προδώσεις!» φώναζαν μ’ έναν σοφό συνδυασμό ελπίδας και σκεπτικισμού.
«Δεν πρόκειται», τους απάντησα κατευθυνόμενος προς το ασανσέρ.
Η πόρτα του ασανσέρ άνοιξε στον έκτο όροφο, και μια γραμματέας με οδήγησε στο υπουργικό γραφείο, όπου περίμενε ο προκάτοχός μου. Ο Γκίκας Χαρδούβελης ήταν μόνος του και με χαιρέτησε ευγενικά. Το γραφείο του ήταν εντυπωσιακά άδειο. Καμία από τις συσκευές που εξοπλίζουν σύγχρονα γραφεία δε φαινόταν πουθενά, ούτε καν ένας υπολογιστής, μια οθόνη. Το μοναδικό ορατό όπλο κατά του ωκεανού των προβλημάτων που μας πολιορκούσαν ήταν η εικόνα της Παναγίας σ’ ένα ράφι πίσω από το γραφείο του υπουργού. Η τεράστια υπουργική καρέκλα με την ψηλή πλάτη, που αναμφίβολα είχε στόχο να αποπνέει εξουσία, πέραν του ότι ήταν ακαλαίσθητη, φαινόταν και εξαιρετικά άβολη. Η σειρά των παλιών τηλεφώνων στο πλαϊνό γραφείο έμοιαζε βγαλμένη κατευθείαν από ταινία της δεκαετίας του 1970, και τα βιβλία στο ράφι ήταν προφανώς δώρα που κανένας από τους προηγούμενους υπουργούς δεν ενδιαφέρθηκε να τα διαβάσει ή να τα πάρει σπίτι μαζί του φεύγοντας.
Οι πίνακες στον τοίχο ήταν δανεισμένοι από την Εθνική Πινακοθήκη. Θα χρειαζόταν μία λέξη μου μόνο για να τους αντικαταστήσω, αλλά δεν ένιωσα καμία βιασύνη να βολευτώ στο γραφείο εκείνο.
Η υπόλοιπη επίπλωση απέπνεε αέρα παρακμής, ειδικά το ξεθωριασμένο κόκκινο βελούδο του καναπέ – ιδανικό, σκέφτηκα, για το Υπουργείο Οικονομικών ενός πτωχευμένου κράτους. Η μοναδική εξαίρεση ήταν το μεγάλο ορθογώνιο ξύλινο τραπέζι συσκέψεων, που αμέσως αποφάσισα ότι θα ήταν ο χώρος εργασίας μου, και το τραπέζι γύρω από το οποίο θα συνομιλούσα με συνεργάτες, επισκέπτες και αντιπάλους. Από τη στιγμή εκείνη έως την τελευταία η υπουργική «έδρα» και η άσχημη καρέκλα του τέθηκαν σε αχρησία.
Το μεγάλο τραπέζι με έκανε να αισθάνομαι όσο «σαν στο σπίτι μου» έπρεπε για να πράξω τα αναγκαία από έναν υπουργικό θώκο με τόσο αξιοθρήνητο πρόσφατο παρελθόν. Το μοναδικό καλό, λυτρωτικό χαρακτηριστικό του γραφείου ήταν το μεγάλο παράθυρο που διέτρεχε όλο τον εξωτερικό τοίχο προσφέροντας καταπληκτική θέα στην Πλατεία Συντάγματος και στο Κοινοβούλιο απέναντι. Μια ματιά μέσα από το παράθυρο εκείνο ήταν αρκετή για να ενισχύσει ψυχικά όποιον διατηρούσε έστω και μία στάλα υπερηφάνειας για τους μακροχρόνιους αγώνες για την κοινοβουλευτική μας δημοκρατία.
Ο προκάτοχός μου ήταν ευγενικός, ευχάριστος και εμφανώς ανακουφισμένος που η δοκιμασία του είχε τελειώσει. Είχε δύο φακέλους για μένα, έναν μπλε μεσαίου μεγέθους και έναν κόκκινο διογκωμένο. Ο μπλε φάκελος περιείχε υπουργικές αποφάσεις που δεν είχε την ευκαιρία να υπογράψει και τις οποίες με ενθάρρυνε να εξετάσω. Ο κόκκινος φάκελος είχε τον τίτλο «FACTA» και αφορούσε συμφωνία που οι Ηνωμένες Πολιτείες με μεγάλη ζέση προωθούσαν σε κάθε χώρα και η οποία θα επέτρεπε στο Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ να κρατάει στοιχεία για τις οικονομικές συναλλαγές των Αμερικανών πολιτών στο εξωτερικό. Περιέργως δεν είχε κανένα έγγραφο να μου παραδώσει σχετικά με τη δανειακή συμφωνία της Ελλάδας με την ΕΕ και το ΔΝΤ, αν και προσφέρθηκε να με ενημερώσει για το χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής μας, το οποίο φυσικά μπορούσα να απαγγείλω σαν ποίημα, απέξω και ανακατωτά, μέρα με τη μέρα, ευρώ προς ευρώ.
Μέρες αργότερα, όταν ζήτησα αντίγραφο της δεύτερης δανειακής συμφωνίας, έλαβα την εκπληκτική απάντηση από τις υπηρεσίες: «Υπουργέ, ο προκάτοχός σας φαίνεται ότι πήρε το μοναδικό αντίγραφο μαζί του, μαζί με το ιδιωτικό του αρχείο». Όταν το ανέφερα στη Βουλή, η αντιπολίτευση δικαιολογήθηκε ότι η δανειακή σύμβαση ήταν διαθέσιμη στο Διαδίκτυο. Το γεγονός όμως ότι έλειπε η πρωτότυπη, υπογεγραμμένη συμφωνία, κάτι που δε θα συνέβαινε σε καμία επιχείρηση (όσα ηλεκτρονικά αντίγραφα και εάν υπήρχαν), δεν ήταν ικανό να κάνει να ιδρώσει το αυτί κανενός από την προηγούμενη κυβέρνηση. Δεν ήταν βέβαια η πιο εντυπωσιακή ανακάλυψη εκείνων των πρώτων ημερών. Ήταν όμως, έστω και συμβολικά, κάτι που θα έπρεπε να κάνει έξαλλο τον κάθε πολίτη του οποίου το μέλλον υποθήκευσαν οι προκάτοχοί μου υπογράφοντας τη δεύτερη δανειακή σύμβαση – την οποία μάλιστα μετά πήραν… σπίτι τους.
Αν και θα ήθελα να συζητούσαμε με τον Γκίκα Χαρδούβελη την αποτυχημένη, ύστατη προσπάθειά του να ολοκληρώσει, να «κλείσει» το δεύτερο μνημόνιο, κάτι που η κυβέρνηση Σαμαρά είχε υποσχεθεί να κάνει στα τέλη Δεκεμβρίου του 2014 (όπως άλλωστε προέβλεπε η δεύτερη δανειακή συμφωνία), η συζήτησή μας θα ήταν καθαρά ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος και θα κατέληγε νομοτελειακά στο συμπέρασμα ότι η επιτυχία του δεύτερου «προγράμματος» ήταν αδύνατη, για τον απλούστατο λόγο ότι από την αρχή ήταν έτσι σχεδιασμένο ώστε να αποτύχει – δίνοντας τη θέση του σ’ ένα τρίτο. Εν τω μεταξύ, οι οικονομικοί ανταποκριτές όλης της χώρας, ένα δάσος από κάμερες, οι ξένοι ανταποκριτές και διάφοροι υπάλληλοι του υπουργείου είχαν στοιβαχτεί στην αίθουσα Τύπου του υπουργείου, αναμένοντας την παραδοσιακή συνέντευξη Τύπου που δίδεται από κοινού από τον απερχόμενο και τον νέο υπουργό. Ένα πλήθος που γινόταν όλο και πιο ανήσυχο. Έπρεπε να προχωρήσουμε.
Πριν κατέβουμε στον κάτω όροφο για τη συνέντευξη Τύπου παράδοσης-παραλαβής, ο προκάτοχός μου μου ζήτησε να σκεφτώ το ενδεχόμενο να κρατήσω τρεις από τους «μετακλητούς», μη μόνιμους, υπαλλήλους που κανονικά φεύγουν μαζί με τον υπουργό που τους διόρισε. Με παρακάλεσε ειδικά, προς τιμήν του, να κρατήσω μια ανύπαντρη μητέρα, που θα αντιμετώπιζε διαφορετικά μεγάλες δυσκολίες. Φυσικά συμφώνησα, και δεν το μετάνιωσα, καθώς απεδείχθη καλή στη δουλειά της. Την ίδια στιγμή όμως συνειδητοποίησα ότι ούτε οι τρεις γραμματείς που κάθονταν στον προθάλαμο του υπουργικού γραφείου ήταν μόνιμες δημόσιοι υπάλληλοι, αλλά κομματικές επιλογές (μετακλητές κι εκείνες). Επομένως, θα έφευγαν και αυτές στα επόμενα λεπτά, επιστρέφοντας στα κομματικά γραφεία ή στις τράπεζες απ’ όπου είχαν έρθει. Έτσι, μετά τη συνέντευξη Τύπου θα επέστρεφα σ’ έναν άδειο έκτο όροφο για να εμπλακώ στη μάχη με τους πιο ισχυρούς πιστωτές του κόσμου άνευ γραμματέων, προσωπικού ή έστω κι ενός υπολογιστή. Ευτυχώς που είχα το πιστό μου λάπτοπ στο σακίδιό μου, σκέφτηκα. Αλλά ποιος θα μου έδινε τον κωδικό πρόσβασης του Wi-Fi;
Λιτός βίος εναντίον λιτότητας
Μετά την αξιοπρεπή ομιλία του απερχόμενου υπουργού, ήταν η ευκαιρία μου να καταθέσω δημοσίως το πλαίσιο της νέας οικονομικής πολιτικής. «Το κράτος πρέπει να έχει συνέχεια», είπα, αφού πρώτα ευχαρίστησα τον προκάτοχό μου για τις προσπάθειές του. «Αλλά δε θα υπάρξει συνέχεια στο παιδαριώδες μεν, τοξικότατο δε, και δη υποκινούμενο, λάθος που άρχισε να καταστρέφει την κοινωνία μας το 2010 και το οποίο επαναλαμβάνεται συνεχώς και μονότονα από τότε: στην αντιμετώπιση της κρατικής χρεοκοπίας ως έλλειψης ρευστότητας».
Αφού παρουσίασα σε αδρές γραμμές την ανάλυσή μου για το πώς το γιγαντιαίο χρέος και η μη αναγνώριση της πτώχευσης της Ελλάδας προκάλεσαν τη μόνιμη ύφεση, στη συνέχεια επικεντρώθηκα σε μια σημαντική διάκριση που συχνά αποκρύπτεται: εκείνη μεταξύ του λιτού βίου και της λιτότητας.
Δεν πιστεύουμε ότι ανάπτυξη σημαίνει περισσότερες Πόρσε Καγιέν στους στενούς δρόμους των πόλεών μας. Ούτε περισσότερα σκουπίδια στις παραλίες μας. Ούτε περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα στην ατμόσφαιρά μας. Οι Έλληνες μεγαλούργησαν όταν ζούσαν λιτά, όταν ξόδευαν λιγότερα από τα έσοδά τους, όταν τις αποταμιεύσεις τους τις ξόδευαν για να σπουδάσουν τα παιδιά τους, όταν ήταν περήφανοι που δε χρώσταγαν. Άλλο όμως λιτός βίος, όπως μου έλεγε ο καλός μου φίλος Αλέκος Παπαδόπουλος [σημ.: ο πρώην υπουργός Οικονομικών], κι άλλο πυραμιδική λιτότητα, όπως την ονομάζω – μια δήθεν λιτότητα που από τη μία πετσοκόβει τα ισχνά εισοδήματα των ανίσχυρων και από την άλλη φορτώνει γιγαντιαία χρέη στα ήδη μη βιώσιμα.
Με την τεράστια μείωση των ατομικών εισοδημάτων και τις μαζικές περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις δεν μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα. Με απλά λόγια, η προσπάθεια της κυβέρνησης να δημιουργήσει, και να διατηρήσει, ένα ανέφικτο κρατικό πλεόνασμα είχε καταστήσει αδύνατο για τους πολίτες να επιβιώσουν χωρίς να αυξάνουν τα δικά τους ελλείμματα. Όσο περισσότερο έσφιγγαν συλλογικά και ατομικά το ζωνάρι, τόσο βαθύτερα στο κόκκινο βυθιζόταν ο δικός τους προϋπολογισμός. Γι’ αυτό η πολιτική οικονομικής λιτότητας έπρεπε να τερματιστεί: επειδή εξολόθρευε την ιδιωτική οικονομία και καθιστούσε αδύνατο έναν λιτό αλλά ανεκτό βίο. Πρόσθεσα ακόμα τα εξής:
Τη σελίδα από την πυραμιδική λιτότητα στον λιτό βίο θα τη γυρίσουμε από το σπίτι μας. Από αυτό εδώ το υπουργείο. Ο λιτός βίος σε συνδυασμό με την αποκατάσταση της δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης αρχίζει εδώ. Από τις πρώτες μας κινήσεις θα είναι η άμεση εξοικονόμηση πόρων…
Θα ξεκινούσαμε, ανακοίνωσα, με τα έξοδα του ίδιου του Υπουργείου Οικονομικών. Για να δώσω το παράδειγμα, προχώρησα στη συμβολική κίνηση της άμεσης πώλησης των δύο θωρακισμένων λιμουζινών BMW σειράς 7 που είχαν αγοραστεί, όπως μου ανέφεραν οι υπηρεσίες, επί υπουργίας Ευάγγελου Βενιζέλου και οι οποίες είχαν κοστίσει το εξωφρενικό ποσό των 700.000 €. Η μοτοσικλέτα μου θα μου έκανε μια χαρά, ειδικά δεδομένης της κίνησης στην περιοχή της Πλατείας Συντάγματος, στον πηγαιμό για το Μαξίμου, για το σπίτι μου, γενικά. (Βέβαια, δεν είχα υπολογίσει ότι, αντί να συζητηθεί η πώληση των BMW ως παράδειγμα λιτής διαχείρισης του δημόσιου χρήματος, τα «μέσα» είτε θα με διακωμωδούσαν ως «ροκ σταρ» επειδή οδηγούσα μηχανή είτε θα επιδίδονταν σε όργιο λάιφ στάιλ ρεπορτάζ.)
Επιπλέον, στην ίδια συνέντευξη Τύπου, ανακοίνωσα ότι η ηγεσία του υπουργείου δεσμεύεται να μην προχωρήσουμε σε προσλήψεις ορδών ακριβών συμβούλων, όπως εκείνες που εισέβαλαν στο υπουργείο με κάθε προηγούμενη κυβέρνηση, για να μην αναφέρω τις πολυεθνικές εταιρείες συμβούλων που χρεώνανε δεκάδες εκατομμύρια για να παράσχουν καταστροφικές συμβουλές. Πράγματι, ακόμα και οι εξαιρετικοί σύμβουλοι με τους οποίους συνεργάστηκα προσέφεραν τις υπηρεσίες τους τελείως αμισθί, π.χ. οι Τζεφ Σακς, Λάρρυ Σάμμερς, Τζέιμι Γκάλμπρεϊθ κτλ. Ακόμα και άτομα ή εταιρείες που είχαν εργαστεί για την κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ (π.χ. η επενδυτική τράπεζα Lazard, ο Αμερικανός δικηγόρος Λι Μπουκέιτ) με υπέρογκες αμοιβές συνεργάστηκαν μαζί μας χωρίς να λάβουν ούτε ένα ευρώ. Η μάχη του πραγματικά λιτού βίου ενός μαχόμενου ελληνικού λαού κόντρα στην πυραμιδική, σπάταλη λιτότητα της τρόικας και της ολιγαρχίας είχε αρχίσει.
Από τις πρώτες μας κινήσεις θα είναι η άμεση εξοικονόμηση πόρων με τη θεαματική μείωση των εξωυπηρεσιακών συμβούλων του υπουργείου – εξοικονόμηση που θα χρηματοδοτήσει την επαναπρόσληψη των καθαριστριών του υπουργείου. Ως συμβολική αλλά και ουσιαστική πρώτη κίνηση.
Όταν λίγες μέρες αργότερα ταξίδεψα στο Βερολίνο και στις Βρυξέλλες για να ξεκινήσω τις συνομιλίες με τους δανειστές, μια από τις πρώτες ενστάσεις που έθεσαν αφορούσε την ανακοίνωσή μου της επαναπρόσληψης των τριακοσίων καθαριστριών. «Ανατροπή των μεταρρυθμίσεων» ήταν η έκφραση που χρησιμοποίησαν για να με κατακρίνουν. Για κάποιους μάλιστα από τους δανειστές η επαναπρόσληψη των καθαριστριών αποτελούσε casus belli.
Το γεγονός ότι είχαμε εξοικονομήσει πολλαπλάσιο ποσό των μισθών τους με πραγματικές οικονομίες δεν είχε καμία σημασία γι’ αυτούς. Το αντίθετο συνέβαινε: Τους ενοχλούσε τα μέγιστα ότι έβαλα τέλος στην άνεση με την οποία ξοδεύονταν στο άμεσο παρελθόν δεκάδες εκατομμύρια ευρώ μέσα σε λίγες ημέρες για λιμουζίνες και ολέθριες συμβουλές επαγγελματιών συμβούλων-κολλητών τους, την ίδια στιγμή που απολύονταν οι δυστυχισμένες γυναίκες που, για το πολύ 400 ευρώ τον μήνα, καθάριζαν νωρίς κάθε πρωί τις τουαλέτες και τα γραφεία όπου εκείνοι βυσσοδομούσαν εναντίον ενός ολόκληρου λαού.
Βέβαια οι δανειστές ήξεραν τι έκαναν: Πιέζονταν από ανάγκη μεγάλη να πειστεί ο ελληνικός λαός ότι ευθυνόταν αποκλειστικά και μόνον ο ίδιος για ό,τι πέρναγε. Όχι μόνο έπρεπε να αναλάβουν νέα δάνεια οι πτωχοποιημένοι Έλληνες εκ μέρους των πτωχευμένων τραπεζιτών, αλλά έπρεπε να πιστέψουν κι από πάνω ότι τους έπρεπε κάθε τιμωρία, κάθε εξευτελισμός που επέβαλλε η τρόικα. Οι καθαρίστριες του Υπουργείου Οικονομικών δεν ήταν παρά μια εξαιρετική ευκαιρία να παρουσιαστούν τα αθώα θύματα ως θύτες και οι τροϊκανοί θύτες ως τεχνοκράτες εντεταλμένοι από τη σκληρή πραγματικότητα. Αν η κατηγορία για την πτώχευση της χώρας έπρεπε να αποδοθεί στα θύματά της, τότε η αρχή έπρεπε να γίνει με τις γυναίκες που καθάριζαν το Υπουργείο Οικονομικών και τις εφορίες. Οποία αθλιότης!
Μετριοπάθεια ναι, υποταγή όχι
Όπως το αντιλαμβανόμουν, η δουλειά του υπουργού Οικονομικών μιας πτωχευμένης χώρας δεν ήταν να προσφέρει φρούδες ελπίδες θεμελιωμένες επί πλαστής αισιοδοξίας, αλλά αντίθετα να προαγάγει ισορροπημένες πολιτικές στη βάση ρεαλιστικών προσδοκιών. Γι’ αυτό και χάρηκα που μου δόθηκε η δυνατότητα να κλείσω εκείνη την πρώτη συνέντευξη Tύπου με μια νότα αισιοδοξίας βασισμένη σε τηλεφωνική συζήτηση που είχε προηγηθεί:
Στα προεκλογικά τηλεοπτικά πάνελ άκουγα συνεχώς να μου λένε πως την επομένη της εκλογής μας θα αντιμετωπίζαμε από τους εταίρους ένα τελεσίγραφο: Υπογράψτε δήλωση μετανοίας, την αίτηση για την επέκταση του υπάρχοντος προγράμματος, αλλιώς δε σας μιλάμε. Έλεγα ότι όποιος το πιστεύει αυτό απλώς είναι πολύ κυνικός απέναντι στην Ευρώπη – ότι έχει πολύ κακή εντύπωση για την Ευρώπη. Η Ευρώπη ξέρει να βρίσκει λύσεις αποφεύγοντας τα τελεσίγραφα.
Πριν από δύο μέρες είχα την ευκαιρία να συνομιλήσω με τον κ. Ντάισελμπλουμ. Του εξέθεσα τον σταθερό μας προσανατολισμό προς μια νέα συμφωνία με τους εταίρους για την Ελλάδα που να υπερβαίνει, να ανατρέπει, την αδιέξοδη λογική των προηγούμενων προγραμμάτων, να ελαχιστοποιεί το κόστος της ελληνικής αυτοτροφοδοτούμενης κρίσης όχι μόνο για τον Έλληνα πολίτη αλλά και για τον Σλοβάκο, τον Ολλανδό, τον Ιταλό, τον Γερμανό – τον κάθε πολίτη της Ευρώπης. Μου είπε ότι συμφωνεί σε πολλά από αυτά που του είπα και ότι υπάρχει κοινός τόπος που, με καλή θέληση, θα τον εντοπίσουμε.
Στο πλαίσιο αυτού του εξαιρετικού κλίματος ο κ. Ντάισελμπλουμ προθυμοποιήθηκε να επισκεφτεί την Αθήνα την ερχόμενη Παρασκευή για συνάντηση πρώτα με τον πρωθυπουργό, κατόπιν με το οικονομικό επιτελείο μας και, τέλος, για μακρά συνεργασία των δυο μας.
Πράγματι, ο Γερούν Ντάισελμπλουμ με είχε καλέσει για να με συγχαρεί για τη νίκη μας και δεν έχασε χρόνο να προχωρήσει στο αυτονόητο ερώτημα: Ποιες ήταν οι προθέσεις μας για το εν εξελίξει ελληνικό πρόγραμμα; Απάντησα όσο πιο ευγενικά μπορούσα, ξεκαθαρίζοντας ταυτόχρονα τη θέση μας: η νέα μας κυβέρνηση, είπα, αναγνωρίζει ότι κληρονόμησε ορισμένες δεσμεύσεις απέναντι στο Eurogroup, έχοντας παράλληλα την ελπίδα και την πίστη ότι οι εταίροι της θα αναγνωρίσουν επίσης το γεγονός ότι εκλεγήκαμε με την εντολή να επαναδιαπραγματευτούμε βασικά στοιχεία της δανειακής συμφωνίας και του σχετικού προγράμματος. Έτσι οφείλαμε όλοι μας να αναζητήσουμε κοινό έδαφος–το αποκάλεσα γέφυρα– μεταξύ του υφιστάμενου προγράμματος και των προτεραιοτήτων της νέας κυβέρνησης.
Ο Γερούν συμφώνησε αμέσως λέγοντας «αυτό είναι πολύ καλό», προτείνοντάς μου να με επισκεφθεί την επόμενη Παρασκευή, 30 Ιανουαρίου 2015. Από ευγένεια του αντιπρότεινα να τον επισκεφθώ στις Βρυξέλλες, αν αυτό τον βόλευε, αλλά επέμεινε ότι ο ίδιος και η ομάδα του θα τιμούσαν τους νέους Έλληνες συναδέλφους τους με μια επίσκεψη στην Αθήνα. Ενθαρρυμένος από την αποδοχή εκ μέρους του του κοινού μας καθήκοντος, που ήταν το χτίσιμο γερής γέφυρας πάνω από το χάσμα μεταξύ του μνημονιακού προγράμματος και της λαϊκής μας εντολής, και με το βλέμμα στραμμένο προς την εξελισσόμενη μαζική απόσυρση καταθέσεων, που το προηγούμενο καθεστώς και η Τράπεζα της Ελλάδος είχαν πυροδοτήσει εβδομάδες πριν, τόνισα την αποφασιστικότητά μου να εξευρεθεί κοινό έδαφος. Όσο για την αφήγηση περί σύγκρουσης, την οποία συνεχώς διέδιδαν τα μέσα ενημέρωσης, κατέβαλα μεγάλες προσπάθειες για να τη διασκεδάσω κατά τη συνέντευξη Τύπου:
Ξέρετε, οι δημοσιογράφοι, παγκοσμίως, έχουν μια προτίμηση για συγκρουσιακά αφηγήματα. Άκουγα στο BBC τη Δευτέρα να παρουσιάζουν το σκηνικό που προέκυψε μετά την εκλογική μας νίκη με όρους μονομαχίας – ποιος θα υποχωρήσει πρώτος, αναρωτιόντουσαν, η Αθήνα ή οι Βρυξέλλες; Κατανοώ την ελκυστικότητα από τη μεριά των δημοσιογράφων τέτοιων αφηγημάτων. Όμως, με τον κ. Ντάισελμπλουμ συμφωνήσαμε ότι μαζί θα τα αποδομήσουμε. Θα τα αποδομήσουμε τόσο επειδή είναι εκτός πραγματικότητας όσο και επειδή δημιουργούν ανασφάλεια άνευ λόγου. Δε θα υπάρξει μονομαχία. Δε θα υπάρξουν απειλές. Δεν τίθεται θέμα ποιος θα υποχωρήσει πρώτος. Η Κρίση της Ευρωζώνης μόνο θύματα και χαμένους έχει. Οι μόνοι που κερδίζουν είναι οι μισαλλόδοξοι, οι ρατσιστές, οι επενδύοντες στον φόβο και στη διχόνοια – στο αυγό του φιδιού, όπως έλεγε και ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Με τον κ. Ντάισελμπλουμ την Παρασκευή θα βάλουμε τις βάσεις για να αποδομήσουμε το κλίμα αποδόμησης της Ευρώπης.
Εννοούσα κάθε λέξη. Μετά τη συνέντευξη Τύπου επέστρεψα στα γραφεία του έκτου ορόφου, για να τα βρω ανατριχιαστικά άδεια. Ο προκάτοχός μου είχε φύγει μαζί με το επιτελείο του, αφήνοντας πίσω του δύο νεαρές γυναίκες, έντρομες στη σκέψη ότι μπορεί να απολυθούν αυτοστιγμεί από το νέο αφεντικό της «ριζοσπαστικής Αριστεράς». Τις διαβεβαίωσα ότι το τελευταίο πράγμα το οποίο με ενδιέφερε ήταν ο ρεβανσισμός και η εκκαθάριση του προσωπικού της προηγούμενης κυβέρνησης. Έκλεισα την πόρτα πίσω μου και τράβηξα μια καρέκλα στο μεγάλο τραπέζι. Έβγαλα το λάπτοπ μου από το σακίδιο, το συνέδεσα στην πρίζα και περιμένοντας να ανοίξει, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο που πλαισίωνε τη φωταγωγημένη Βουλή, προσπάθησα να καταρτίσω μια νοητική λίστα με τις πιο επείγουσες προτεραιότητες της ημέρας.
Όταν κοίταξα την οθόνη του λάπτοπ μου, θυμήθηκα ότι δεν είχα τον κωδικό πρόσβασης στο Wi-Fi. Σηκώθηκα, άνοιξα την πόρτα προς το γραφείο των γραμματέων και φώναξα: «Είναι κανείς εδώ;» Σύντομα μία από τις δύο εμφανώς ανακουφισμένες και κάπως αμήχανες υπαλλήλους εμφανίστηκε από ένα μακρινό δωμάτιο. Μισή ώρα αργότερα βρήκαμε κάποιον που ήξερε κάποιον άλλο που γνώριζε τον κωδικό πρόσβασης. Και έτσι ο νέος υπουργός απέκτησε μια πολύ πολύ αργή σύνδεση στο Διαδίκτυο – όχι και το πιο ευοίωνο ξεκίνημα σε μια μακρά, μοναχική εκστρατεία ενάντια στους αρτιότερα εξοπλισμένους και καλύτερα προετοιμασμένους αντιπάλους στην ιστορία του καπιταλισμού.
Οι Αμερικανοί φίλοι
Το πρώτο τηλεφώνημα που έλαβα εκείνο το βράδυ από το εξωτερικό ήρθε από έναν άγνωστο αριθμό από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ήταν η Δανάη, η οποία είχε φτάσει στο Όστιν και καλούσε για να δει πώς τα πήγαινα. Μόλις κλείσαμε, το τηλέφωνο χτύπησε πάλι. Για άλλη μια φορά ο άγνωστος αριθμός στην οθόνη ξεκινούσε με +1, τον κωδικό κλήσης από τις ΗΠΑ. Σήκωσα το ακουστικό και άκουσα μια μακρινή, ήπια ανδρική φωνή με έντονη προφορά από το Μπρούκλυν.
«Δε με ξέρετε, κύριε Βαρουφάκη, αλλά ένιωσα την ανάγκη να σας καλέσω για να σας συγχαρώ για την εκλογή σας και για να σας παράσχω όλη την υποστήριξη που μπορώ να προσφέρω. Ονομάζομαι Μπέρνι Σάντερς και είμαι γερουσιαστής από το Βερμόντ. Κοινοί γνωστοί μας μου έδωσαν τον αριθμό σας και ελπίζω η πρωτοβουλία μου να μη σας ενόχλησε».
Να ενοχληθώ από την πρωτοβουλία; Χρειαζόμασταν όση στήριξη μπορούσαμε να συγκεντρώσουμε. Αφού τον ευχαρίστησα, του εξήγησα ότι φυσικά ήξερα ποιος ήταν. Αν και ο Μπέρνι δεν είχε γίνει ακόμα ευρέως γνωστός, καθώς θα διεκδικούσε το χρίσμα των Δημοκρατικών έξι μήνες αργότερα, ο Τζέιμι Γκάλμπρεϊθ με είχε ενημερώσει πλήρως για τα πολιτικά τεκταινόμενα στο Βερμόντ, όπου ο αδελφός του ο Πίτερ είχε χρηματίσει γερουσιαστής στην πολιτειακή Βουλή. Ο Μπέρνι ξεκίνησε να μου λέει ότι ήταν έτοιμος να γράψει στην Κριστίν Λαγκάρντ για να της δηλώσει ξεκάθαρα ότι θα πρέπει να προσέξει τη συμπεριφορά του ΔΝΤ απέναντι στην Ελλάδα. Με ρώτησε αν υπήρχε κάτι συγκεκριμένο που θα ήθελα να της αναφέρει. Υπήρχε, όντως.
Κατ’ αρχάς, του ζήτησα να αναφέρει σαφώς ότι το ελληνικό πρόγραμμα, του οποίου την αυστηρή επιτήρηση ασκούσε το ΔΝΤ από το 2010, είχε αποτύχει παταγωδώς ως αποτέλεσμα των εξωφρενικών επιπέδων λιτότητας που το ΔΝΤ είχε βοηθήσει να επιβληθούν. Δεύτερον, του ζήτησα να επισημάνει ότι η προκύπτουσα βαθιά ύφεση είχε εκθρέψει τα τέρατα της ναζιστικής Χρυσής Αυγής και ότι αν η δημοκρατική φιλοευρωπαϊκή κυβέρνησή μας στριμωχτεί από τους πιστωτές της, ένα πολύ πιθανό αποτέλεσμα θα ήταν η ίδια η δημοκρατία να στραγγαλιστεί στη γενέτειρά της, όπως ακριβώς συνέβη κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου. Ο Μπέρνι υποσχέθηκε ότι θα έκανε αυτές τις δύο επισημάνσεις και ότι θα προσέθετε ακόμη μία, που το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θα την έπαιρνε στα σοβαρά: αν το ΔΝΤ συνέχιζε την ίδια απαράδεκτη συμπεριφορά του απέναντι στην Ελλάδα, ο ίδιος θα πίεζε τη Γερουσία των ΗΠΑ για να μειωθεί η χρηματοδότηση του Ταμείου.
Από το 2012 με τον Τζέιμι Γκάλμπρεϊθ είχαμε δουλέψει σκληρά για να κερδίσουμε την υποστήριξη των Αμερικανών προοδευτικών στον αγώνα για το γκρέμισμα του Μνημονιστάν. Όταν κάλεσα τον Αλέξη να τον ενημερώσω για την προσφορά βοήθειας του Μπέρνι, εκείνος μου ανταπέδωσε τα καλά μαντάτα με τα νέα ότι τον κάλεσε ο πρόεδρος Ομπάμα όχι μόνο για τα εθιμοτυπικά συγχαρητήρια αλλά και για να του προτείνει τον προγραμματισμό σε σύντομο χρονικό διάστημα μιας συνάντησης μεταξύ του Τζακ Λιου, του υπουργού Οικονομικών του, και εμού. Ζήτησα από τον Αλέξη να τους μεταφέρει την ετοιμότητά μου να συναντηθώ με τον Λιου όποτε θα ήταν έτοιμος ο ίδιος. Λίγο αργότερα ο Ομπάμα προχώρησε σε εξαιρετικά χρήσιμη, για εμάς, δημόσια δήλωση:
«Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να πιέζουμε κράτη που βρίσκονται εν μέσω οικονομικής κρίσης», είπε στον δημοσιογράφο του CNN Φαρίντ Ζακαρία, προσθέτοντας: «Κάποια στιγμή πρέπει να υπάρξει μια στρατηγική ανάπτυξης για να μπορέσουν να εξοφλήσουν τα χρέη τους και να μειώσουν τα ελλείμματά τους». Περίπου μία ώρα αργότερα το κινητό μου τηλέφωνο χτύπησε ξανά, κι ένας άλλος άγνωστος αμερικανικός αριθμός εμφανίστηκε στην οθόνη του. Ήταν ο Τζεφ Σακς, καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και επικεφαλής του Earth Institute (Ινστιτούτου της Γης). Με κάλεσε για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον «δίκαιο και άξιο αγώνα» μας, όπως ο ίδιος το έθεσε, ώστε να πειστούν οι πιστωτές να προχωρήσουν σε μια σημαντική, ευρείας κλίμακας ελάφρυνση του χρέους και σε μια βιώσιμη δημοσιονομική πολιτική.
Ο Τζεφ είναι από τους, σχετικά λίγους, Αμερικανούς πανεπιστημιακούς οικονομολόγους που συνδέονται με κάτι σαν ομφάλιο λώρο με το αμερικανικό κράτος και με τους διεθνείς οργανισμούς που αυτό ελέγχει. Η δράση του στο παρελθόν ήταν, θα έλεγα, αμφιλεγόμενη. Όμως, είναι από τους ανθρώπους που γίνονται όλο και προοδευτικότεροι όσο μεγαλώνουν και βλέπουν ιδίοις όμμασι το διεθνές κατεστημένο εν δράσει. Πάντα κοντά στο ΔΝΤ, τόσο στο πνεύμα όσο και στην πράξη, είχε συμμετάσχει σε προγράμματα «διάσωσης» του Ταμείου τη δεκαετία του 1990, κάποια από τα οποία πήγαν πολύ άσχημα (όπως στη Ρωσία του Γιέλτσιν), άλλα κάπως καλύτερα. Παράλληλα, είχε αντιληφθεί από νωρίς τη σημασία της αναδιάρθρωσης του χρέους, κάτι που τον είχε φέρει σε έντονη σύγκρουση με το ΔΝΤ και την Ουάσινγκτον, παρά την οργανική διασύνδεση μαζί τους, ιδίως όταν επιχειρηματολογούσε υπέρ της αναδιάρθρωσης του χρέους χωρών όπως η Βολιβία. Όπως ο Τζο Στίγκλιτς, ο οποίος έγινε σκληρός επικριτής της Ουάσινγκτον, του ΔΝΤ και της Διεθνούς Τράπεζας αφότου έζησε από κοντά τις φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν από τους εξ Ουάσινγκτον ορμώμενους αυτούς οργανισμούς, ιδίως τα «προγράμματά» τους κατά τη διάρκεια της κρίσης της Νοτιοανατολικής Ασίας του 1998, έτσι και ο Τζεφ σημαδεύτηκε από την εμπειρία του της εγκληματικής συμπεριφοράς τους προς πτωχευμένα κράτη, όπως η Αργεντινή. Και οι δύο άνδρες διαμορφώθηκαν ως οικονομολόγοι και δημόσιοι διανοούμενοι από τις άμεσες εμπειρίες τους καταστροφικών «προγραμμάτων», όπως αυτό του Μνημονιστάν μας, και αποδείχτηκαν ιδιαίτερα γενναιόδωροι και αφοσιωμένοι υποστηρικτές του αγώνα μας.
Η τελευταία μου τηλεφωνική συνομιλία της ημέρας εκείνης με την άλλη όχθη του Ατλαντικού ήταν με τον Τζέιμι Γκάλμπρεϊθ. Του είπα για τα ευοίωνα μηνύματα από τον Μπέρνι, τον Τζεφ και τον Ομπάμα, πριν συζητήσουμε για την άφιξή του στην Αθήνα, όπου ήθελα να αρχίσει επειγόντως να συντονίζει την εκπόνηση του Σχεδίου Χ – του σχεδίου που ο Αλέξης μου είχε ζητήσει να ετοιμάσω, εκείνο το βράδυ του προηγούμενου Νοεμβρίου, σε περίπτωση που η τρόικα έβαζε μπροστά το Σχέδιο Ζ τους για Grexit.
Ο λόγος που επέλεξα τον Τζέιμι για να καθοδηγήσει την ομάδα ήταν ότι το Σχέδιο Χ έπρεπε να εκπονηθεί υπό συνθήκες άκρας μυστικότητας, δεδομένου ότι η γνωστοποίησή του θα ενέτεινε το ήδη εκκινηθέν (από τους κ. Σαμαρά και Στουρνάρα) bank run (τη μαζική απόσυρση καταθέσεων). Γιατί; Επειδή και μόνον η αναφορά στο Σχέδιο Χ θα έδινε στους δανειστές και στην ολιγαρχία την ευκαιρία να μας κατηγορήσουν ότι θέλαμε το Grexit (όπως κάνουν κατόπιν εορτής, από τον Ιούλιο του 2015 έως σήμερα) και θα έφερνε πιο κοντά στο μυαλό του κόσμου μια υποτιμημένη δραχμή, με αποτέλεσμα να σπεύσουν κατόπιν όλοι στα γκισέ των τραπεζών να απαιτούν τις αποταμιεύσεις τους από την πρώτη εβδομάδα της διακυβέρνησής μας προσφέροντας έτσι στην ΕΚΤ την τέλεια δικαιολογία για να κλείσει τις τράπεζές μας, αναγκάζοντάς μας να προχωρήσουμε σε σύγκρουση με την τρόικα πριν μας δοθεί η ευκαιρία σοβαρών διαπραγματεύσεων, πριν προετοιμαστούμε για μια τέτοια περίπτωση, πριν αρχίσουν να ασκούνται πιέσεις επί της σκληρής τρόικας από ψυχραιμότερες καθεστωτικές δυνάμεις, π.χ. από τους υποστηρικτές μας στην Ουάσινγκτον, στο Σίτυ του Λονδίνου κτλ.
Αν είχα αναθέσει το Σχέδιο Χ σε Έλληνα αξιωματούχο, υπήρχε πολύ μεγάλη πιθανότητα να διαρρεύσει. Ρεαλιστικά σκεπτόμενος, ήταν αδύνατον να βρω κάποιον στην Ελλάδα που να συνδυάζει την εμπειρία, την εχεμύθεια και την κριτική ικανότητα του Τζέιμι. Πράγματι ο Τζέιμι δούλεψε για μήνες, μαζί με την ομάδα που φτιάξαμε, πάνω στο Σχέδιο Χ, κυριολεκτικά δίπλα μου – στο «διακριτικό», δύσκολα προσπελάσιμο γραφείο που βρίσκεται ακριβώς πίσω από το υπουργικό. Και δε διέρρευσε ούτε λέξη. Απόδειξη είναι ότι οι σήμερα φωνασκούντες εναντίον μου της τότε μνημονιακής αντιπολίτευσης (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ) τα του Σχεδίου Χ τα έμαθαν από… εμένα όταν πλέον δεν ετίθετο θέμα, μετά δηλαδή τη συνθηκολόγηση του πρωθυπουργού τον Ιούλιο του 2015.
Λίγες ώρες αργότερα η επιστολή που έστειλε ο Μπέρνι Σάντερς στην Κριστίν Λαγκάρντ έφτασε στο μέιλ μου. Ήταν ένα πραγματικό διαμάντι. Το παρακάτω απόσπασμα είναι ενδεικτικό του θαυμάσιου περιεχομένου του:
Αυτή την εβδομάδα ο ελληνικός λαός εξέλεξε μια νέα κυβέρνηση και εξουσιοδότησε αυτή την κυβέρνηση με την εντολή να αναστρέψει τις αποτυχημένες πολιτικές λιτότητας των τελευταίων πέντε ετών. Η λιτότητα όχι μόνο πτωχοποίησε τον ελληνικό λαό, ανεβάζοντας το ποσοστό ανεργίας πάνω από το 25%, αλλά επιπλέον δημιούργησε ένα πολιτικό κενό τόσο επικίνδυνο που βοήθησε το νεοναζιστικό κόμμα Χρυσή Αυγή να κερδίσει έδρες στο κοινοβούλιο… Οι λαοί της Ισπανίας, της Ιταλίας και της Πορτογαλίας παρακολουθούν, και αν δεν αντιμετωπίσουμε αυτή την κατάσταση λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη την πλατιά μάζα των εργαζομένων και των πολιτών, τα αποτελέσματα της συνεχιζόμενης λιτότητας θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ακόμα πιο σοβαρές πολιτικές συνέπειες και σε μια παγκόσμια οικονομική κρίση. Ευτυχώς, αυτό μπορεί να αποφευχθεί.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ως ένα πολυμερές ίδρυμα και μέλος της τρόικας…, έχει σημαντικό ρόλο να παίξει σε αυτό το σκηνικό. Ως μέλος της Επιτροπής Προϋπολογισμού της Γερουσίας, προβληματίζομαι για τη χρήση των κρατικών πόρων των Ηνωμένων Πολιτειών από το ΔΝΤ για την επιβολή λιτότητας σ’ έναν λαό που δεν μπορεί να αντέξει παραπάνω και του οποίου η κρίση μπορεί να επεκταθεί… Στη Γερουσία συζητούμε σοβαρά το κατά πόσον η αμερικανική κυβέρνηση θα πρέπει να αυξήσει την ποσότητα των αμερικανικών πόρων που διατίθενται στο ΔΝΤ προς δανεισμό σε ξένες χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ζητημάτων για το πώς υπολογίζεται το κόστος τέτοιων δεσμεύσεων. Χωρίς να μπαίνω σε αυτή τη συζήτηση, θα ήθελα να καταλάβω το πώς οι δεσμεύσεις μας χρησιμοποιούνται σε αυτή την περίπτωση και κατά πόσον αυτές οι δεσμεύσεις χρησιμοποιούνται για να προκαλέσουν τη διάδοση της οικονομικής κρίσης και την ενίσχυση της Ακροδεξιάς μέσω της υπερβολικής λιτότητας ή για να βοηθήσουν την Ελλάδα στην επίτευξη ενός διαχειρίσιμου δανειακού χρέους και μιας βιώσιμης οικονομίας.
Μέχρι να τελειώσω την ανάγνωση της θαυμάσιας εκείνης επιστολής, είχε πάει τρεις το πρωί. Ήταν ώρα να βγάλω από το μυαλό μου τους
«Αμερικανούς φίλους» και να μετατρέψω τη νοερή μου λίστα των εγχώριων προτεραιοτήτων σε συγκεκριμένη ατζέντα της επόμενης ημέρας. Τις επόμενες σαράντα οκτώ ώρες το γραφείο του έκτου ορόφου που μέχρι πολύ πρόσφατα συγκέντρωνε την οργή του λαού μας θα γινόταν το σπίτι μου. Με τη Δανάη να έχει επιστρέψει στο Όστιν την προηγούμενη μέρα για να κλείσει το διαμέρισμά μας και να μεταφέρει τα πάντα πίσω στην Ελλάδα, δεν είχα κανέναν λόγο να φύγω από το γραφείο. Ο ξεθωριασμένος κόκκινος καναπές θα ήταν ιδανικός για τον ύπνο των τριών ωρών πριν από το πρωινό άνοιγμα του υπουργείου. Η αδρεναλίνη θα έκανε τα υπόλοιπα. Λίγες ώρες αργότερα ένας λαμπερός ήλιος ανέτειλε πίσω από το κτίριο της Βουλής, λούζοντας το γραφείο με το φωτεινό του κίτρινο. Η νέα μέρα ξεκινούσε ελπιδοφόρα.
Αποσαφηνίστε το «όχι και τόσο άσχημα»
Η μέρα ξεκίνησε με συνάντηση στην οποία συμμετείχαν στελέχη του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και του Οργανισμού Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους. Τους υποδέχτηκα στο γραφείο μου, έχοντας επίγνωση της ανάγκης να διαλύσω κάθε φόβο τους ότι θα τους ξεφορτωνόμουν ή θα τους περιθωριοποιούσα, αντικαθιστώντας τους με Συριζαίους. Στη σύντομη ομιλία με την οποία προσπάθησα να σπάσω τον πάγο, τους είπα ότι η πολιτική ή κομματική τους τοποθέτηση ή η προηγούμενη συνεργασία τους με την τρόικα, όσο ενθουσιώδης και αν ήταν, δε θα έπαιζε κανέναν ρόλο, σε ό,τι τουλάχιστον με αφορούσε. Τόνισα την αποφασιστικότητά μου να είμαι ο πιο ένθερμος υποστηρικτής τους, εφόσον εργαστούν με επιμέλεια και αφοσίωση· ταυτόχρονα, τους ξεκαθάρισα ότι θα είμαι ο χειρότερος εφιάλτης τους αν επέλεγαν να εξυπηρετήσουν αλλότρια συμφέροντα. Η ανακούφιση φάνηκε να πλημμυρίζει το δωμάτιο και η συζήτηση ξεκίνησε με πνεύμα αμοιβαίου σεβασμού και συνεργασίας.
Υπολογιστικά φύλλα απλώθηκαν στο μεγάλο τραπέζι, μοιράστηκαν γραφικές παραστάσεις και διαγράμματα, κατατέθηκαν λίστες των ομολόγων και των αποπληρωμών, παρουσιάστηκαν χρονοδιαγράμματα. Σε όλα αυτά το κόκκινο χρώμα κυριαρχούσε στα γραφήματα από τα μέσα Φεβρουαρίου και μετά. Αφού έγιναν όλες οι δυνατές αξιολογήσεις και αναφέρθηκαν όλοι οι αστάθμητοι παράγοντες, έθεσα τη μοναδική ερώτηση που είχε σημασία: «Πόσον καιρό έχουμε;»
Ήταν 28 Ιανουαρίου 2015. Αυτό που ρωτούσα ήταν πόσες μέρες είχαμε προτού τα ταμεία του κράτους αδειάσουν τόσο ώστε να καταστεί αναγκαία η επιλογή μεταξύ της παύσης πληρωμών είτε απέναντι στον βασικό μας πιστωτή, το ΔΝΤ, είτε προς τους συνταξιούχους και τους δημοσίους υπαλλήλους. Ακολούθησαν μερικές στιγμές σιωπής. Όταν τα μάτια μου συναντήθηκαν με εκείνα του διευθυντή του Γενικού Λογιστηρίου που ήταν αρμόδιος να απαντήσει, με κοίταξε όσο πιο αγέρωχα μπορούσε και είπε: «Τα πράγματα δεν είναι και τόσο άσχημα, κύριε Υπουργέ».
«Αποσαφηνίστε παρακαλώ το “όχι και τόσο άσχημα”», του ζήτησα.
«Οτιδήποτε μεταξύ έντεκα ημερών και πέντε εβδομάδων», μου απάντησε, ενώ τα μάτια του έπεσαν στις σημειώσεις για να αποφύγουν τα δικά μου. «Εξαρτάται από το ποσοστό των εισροών φορολογικών εσόδων μας», συμπλήρωσε, «και από κάποιες διαδικασίες τις οποίες μπορούμε να προχωρήσουμε, όπως την τοποθέτηση διαφόρων αποθεματικών σε repos [προσωρινές πωλήσεις]», κατέληξε.
Αυτή ήταν η πραγματικότητα του Greek-covery, του Greek Success Story και των πρωτογενών πλεονασμάτων, για την οποία η απερχόμενη κυβέρνηση των κ. Σαμαρά-Βενιζέλου-Στουρνάρα τολμούσε να πανηγυρίζει τόσο ανερυθρίαστα σε μια προσπάθεια να πείσει τον εαυτό της για το λάθος του ελληνικού λαού να την απορρίψει στις κάλπες του Ιανουαρίου του 2015. Όχι ότι περίμενα κάτι διαφορετικό, όμως είναι άλλο πράγμα να γνωρίζεις τα νούμερα και αρκετά διαφορετικό να σ’ τα απαριθμούν όταν κάθεσαι στην ηλεκτρική καρέκλα.
Κράτησέ με μακριά από τη φυλακή!
Ένα τηλεφώνημα σε φίλη και συνάδελφο που είχε διατελέσει υπουργός σε προηγούμενες κυβερνήσεις έλυσε το πρόβλημά μου με τη γραμματεία. Η άλλη σημαντική θέση, εκείνη του διευθυντή του Γραφείου του Υπουργού, καλύφθηκε, πριν καν ασχοληθώ με την πλήρωσή της, από την Αντιπροεδρία, η οποία μου έστειλε μέλος του Σύριζα, οικονομολόγο και υπάλληλο του υπουργείου, για να καλύψει αυτή τη θέση – τον Γιώργο Κουτσούκο. Αν και αρχικά ήμουν κάπως καχύποπτος απέναντί του λόγω της επιλογής του από τον Γιάννη Δραγασάκη, ο Γιώργος με κέρδισε – αν μη τι άλλο επειδή ήταν λογοτέχνης με σημαντικό δημοσιευμένο έργο. Κανένας υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών που εκδίδει μυθιστορήματα δεν αξίζει την καχυποψία μου, σκέφτηκα.
Παρ’ όλα αυτά, ένιωσα την επιτακτική ανάγκη να έχω κοντά μου έναν άνθρωπο απόλυτης εμπιστοσύνης – κάποιον με τον οποίο να έχουμε φάει ψωμί κι αλάτι πριν καν υπάρξει Σύριζα, για να μην πω πριν ακόμα κατασταλάξουν οι πολιτικές μας πεποιθήσεις. Μόλις βρήκα μια στιγμή, τηλεφώνησα στον Βασίλη Καφούρο, τον φίλο από τα πολύ παλιά που με είχε προειδοποιήσει για τον Δραγασάκη πάνω από έναν χρόνο πριν.
Με τον Βασίλη γνωριστήκαμε πρώτη φορά το φθινόπωρο του 1978 ως πρωτοετείς φοιτητές, και οι δύο, στο Πανεπιστήμιο του Έσσεξ. Πρωτοσυναντηθήκαμε σε ένα κλειστό γήπεδο μπάσκετ ως αντίπαλοι σε «μονό». Κάποια στιγμή, πάνω στο παιχνίδι έγινε μια κακή κόντρα, δε θυμάμαι με ευθύνη ποίου, συγκρουστήκαμε, παραλίγο να πιαστούμε στα χέρια, τόσο που χρειάστηκαν κάποιοι «ψύχραιμοι» να μας χωρίσουν. Τον αντιπάθησα σφόδρα και εκείνος εμένα. Για μήνες μετά κάναμε ότι δε βλέπαμε αλλήλους όταν συναντιόμασταν στους σχετικά περιορισμένους χώρους του πανεπιστημίου.
Εκείνος ο χειμώνας του 1979 ήταν βαρύς, τόσο ως προς την παγωνιά όσο και πολιτικά, με τις μεγάλες απεργίες των βρετανικών συνδικάτων εναντίον της κυβέρνησης των Εργατικών. Τον επόμενο Απρίλιο η Θάτσερ, εκμεταλλευόμενη τη δυσαρέσκεια εκείνου του χειμώνα, κέρδισε την πρωθυπουργία. Φαίνεται ότι ο Χειμώνας της Δυσαρέσκειας, όπως τον αποκάλεσαν οι Βρετανοί, ήταν αρκετός για να μαλακώσει η εχθρότητά μας. Με τις εξετάσεις του Ιουνίου να πλησιάζουν, η γενική κατήφεια απάλυνε την αμοιβαία απέχθειά μας ακόμα περισσότερο. Έτσι, ένα βράδυ στο μπαρ της φοιτητικής ένωσης συμφωνήσαμε να δουλέψουμε από κοινού μια σειρά από ασκήσεις οικονομικών, στο πλαίσιο της προετοιμασίας μας για τις εξετάσεις. Νωρίς το επόμενο πρωί, αφού είχαμε λύσει τις ασκήσεις, η αντιπάθεια είχε ήδη μεταμορφωθεί σε δυνατή φιλία. Φιλία που με τα χρόνια μεγάλωσε και εξακολουθεί να μεγαλώνει.
«Τι θέλεις από μένα;» με ρώτησε ο Βασίλης όταν βρεθήκαμε μόνοι στο γραφείο μου, κάθε άλλο παρά ενθουσιασμένος με τον χώρο ή με το γεγονός ότι ο φίλος του ήταν τώρα υπουργός Οικονομικών.
«Να με κρατήσεις εκτός φυλακής, Βασίλη», απάντησα. Κατάλαβε. Οι υπουργοί Οικονομικών βρίσκονται στο έλεος του γραφείου τους. Υπογράφουν δεκάδες έγγραφα, διατάγματα, συμβάσεις κτλ. καθημερινά. Είναι ανθρωπίνως αδύνατο να εξετάζουν προσεκτικά καθετί που υπογράφουν. Αρκεί ένας εχθρικός ή αφηρημένος υπάλληλος ή σύμβουλος, και ξαφνικά ο υπουργός αντιμετωπίζει την οργή του λαού ή του εισαγγελέα που απαγγέλλει σειρά κατηγοριών.
Ο Βασίλης δέχτηκε χωρίς δεύτερη σκέψη και μόλις υπέγραψα την απόσπασή του από το ΚΕΠΕ (Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών), όπου εργάζεται ως οικονομολόγος, στρώθηκε στη δουλειά. Μερόνυχτα ολόκληρα έκανε το ίδιο πράγμα: Ξεσκόνιζε κάθε έγγραφο που ερχόταν στο γραφείο μου για υπογραφή (πιάνοντας πολλά που αν είχα υπογράψει θα αντιμετώπιζα πρόβλημα) και περιπλανιόταν στους διαδρόμους για να καταλάβει «ποιος προσπαθούσε να κάνει τι σε ποιον», όπως θα έλεγε ο Λένιν – με σκοπό να ανατραπούν οι προτεραιότητές μας.
Ελβετικό τυρί: Υπουργείο Οικονομικών και ΤΧΣ, ΤΑΙΠΕΔ, ΓΓΔΕ και ΕΛΣΤΑΤ
Από καιρό, ακόμα και σε κραταιές χώρες, όπως η Γαλλία, η Βρετανία αλλά ακόμα και οι ΗΠΑ, ισχύει αυτό που ο Νόρμαν Λάμοντ είχε πει κάποτε για την κυβέρνησή του: οι πολιτικοί που κερδίζουν εκλογές έρχονται στην κυβέρνηση αλλά όχι και στην εξουσία. Ο Μπιλ Κλίντον, για παράδειγμα, είχε πει ότι αν ήταν να μετεμψυχωθεί και να επιστρέψει στη γη μετά θάνατον, θα ήθελε να επιστρέψει ως… η αγορά κρατικών ομολόγων – παραπέμποντας βέβαια στον τρόμο που σπέρνουν οι χρηματαγορές στις ψυχές των «κυβερνώντων». Όπως εξήγησα πιο πρόσφατα στον Νόρμαν, η ρήση του βρήκε το πλήρες νόημά της στην περίπτωση της ελληνικής κυβέρνησης γενικά και της υπουργίας μου ειδικότερα. Δεν ήταν μόνο ότι, όπως και κάθε άλλη κυβέρνηση, ήμασταν έρμαιο των βίαιων αντιδράσεων των αγορών. Ήταν κάτι πολύ πολύ χειρότερο από αυτό.
Όπως περιγράφει το «Μνημονιστάν 2.0», στο κεφάλαιο 2, οι όροι της δεύτερης μνημονιακής δανειακής σύμβασης, που εφαρμοζόταν σταδιακά μεταξύ 2012 και 2014, περιελάμβαναν μνημειώδεις επιθέσεις όχι μόνο στις κοινωνικές δαπάνες, αλλά και στην ίδια την κυριαρχία του ελληνικού κράτους. Συγκεκριμένα, το 2ο μνημόνιο εκχωρούσε στον έλεγχο των δανειστών τα εξής: τις εθνικοποιημένες (πλέον, μετά την πτώχευσή τους) τράπεζες, την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, τα δημόσια έσοδα και τα στατιστικά στοιχεία της χώρας.
Συγκεκριμένα: (α) ιδρύθηκε το Ελληνικό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), το οποίο μετά το 2012 κατείχε την πλειοψηφία των μετοχών των τραπεζών για λογαριασμό του κράτους, (β) συστάθηκε το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ), στο οποίο πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της δημόσιας περιουσίας με εντολή την εν τάχει πώληση, (γ) αυτονομήθηκε η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων (ΓΓΔΕ) εντός του Υπουργείου Οικονομικών και (δ) αποξενώθηκε από το ελληνικό κράτος η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία (θυμηθείτε τα Greek Statistics).
Ενώ υποτίθεται ότι και οι τέσσερις αυτοί θεσμοί εντάσσονταν στο Υπουργείο Οικονομικών, υπό την ευθύνη του υπουργού, στην ουσία και οι τέσσερις υπέκειντο στην… τρόικα. Π.χ. ο διορισμός των διοικητών σε ΤΧΣ, ΤΑΙΠΕΔ, ΓΓΔΕ και ΕΛΣΤΑΤ απαιτούσε έγκριση της τρόικας, ενώ η απόλυσή τους, ή η δίωξή τους για παράβαση καθήκοντος, θεωρούνταν casus belli από την τρόικα αν δε συμφωνούσαν οι τροϊκανοί, δηλαδή το Eurogroup Working Group υπό την προεδρία του Τόμας Βίζερ. Και το χειρότερο; Η Βουλή των Ελλήνων στερούνταν της οποιασδήποτε ουσιαστικής δυνατότητας ελέγχου των δραστηριοτήτων τους.
Με τον σφετερισμό αυτών των τεσσάρων κρίσιμων θεσμικών οργάνων του Υπουργείου Οικονομικών και την απομάκρυνσή τους από τον έλεγχο των δημοκρατικών διαδικασιών της χώρας, τρόικα και ολιγαρχία κατάφεραν να μετατρέψουν το υπουργείο σε κάτι που έμοιαζε με ελβετικό τυρί – ένα υπουργείο που χαρακτηριζόταν περισσότερο από τις «τρύπες» στην κυριαρχία του παρά από τις εξουσίες που του απέμεναν.
Η ΓΓΔΕ, τουλάχιστον όπως την «παρέλαβα», αποτελεί ένα από τα συναρπαστικότερα παραδείγματα νεοαποικιακού καθεστώτος στη σύγχρονη εποχή. Επί υπουργίας μου η ΓΓΔΕ τελούσε υπό την πλήρη ευθύνη μου. Αν, παραδείγματος χάριν, ξεσπούσε κάποιο σκάνδαλο φοροδιαφυγής, θα ήμουν υπόλογος γι’ αυτό απέναντι στη Βουλή και στα μάτια του λαού. Ωστόσο, δεν είχα καμία εξουσία επί των δραστηριοτήτων της ΓΓΔΕ. Δεν είχα, π.χ., το δικαίωμα να επιπλήξω, να απολύσω ή να αντικαταστήσω τη γενική γραμματέα, ενώ πέραν της άσκησης πολιτικής και ηθικής πίεσης δε διέθετα καμία επίσημη εξουσία όσον αφορά τον τρόπο λειτουργίας της ΓΓΔΕ, σε μια χώρα παγκοσμίως διάσημη για τη φοροδιαφυγή και τη φορολογική ασυλία των ολιγαρχών της. Η απόλυτη διακωμώδηση της πολιτικής εξουσίας: Όλη η ευθύνη στον πλήρως ανίσχυρο υπουργό, όλη η εξουσία στην τρόικα!
Όσον αφορά το ΤΧΣ και το ΤΑΙΠΕΔ, το μέγεθος του εγκλήματος είναι πασιφανές – και έχει γίνει λόγος γι’ αυτό σε προηγούμενες σελίδες:
-
Σε ποια κυρίαρχη χώρα διανοείται κανείς τράπεζες που πτώχευσαν να έχουν περάσει στην ιδιοκτησία των φορολογουμένων που υποχρεώθηκαν να δανειστούν 50 δισ. γι’ αυτό τον σκοπό, την ώρα που τη διαχείρισή τους την αναλαμβάνουν οι ξένοι δανειστές με μοναδικό στόχο να παραμείνουν στην εξουσία των συγκεκριμένων τραπεζών οι ίδιοι ιδιοκτήτες/τραπεζίτες που τις οδήγησαν αρχικά στην πτώχευση;
-
Σε ποια χώρα αφαιρείται όλη η δημόσια περιουσία από τον έλεγχο των πολιτών και της Βουλής που τους αντιπροσωπεύει και περνά σε οργανισμό εκποίησης τον οποίο ελέγχουν οι ίδιοι οι δανειστές που θα εισπράξουν τα εξευτελιστικά ποσά εκποίησης;
Το ζήτημα της ΕΛΣΤΑΤ, της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, που απασχολεί την ελληνική κοινή γνώμη χρόνια τώρα, είναι λεπτότερο αλλά όχι λιγότερο εξοργιστικό. Είναι αλήθεια ότι, από τη δεκαετία του 1950, τα ελληνικά στατιστικά «δεδομένα» δεν άξιζαν το χαρτί πάνω στο οποίο τυπώνονταν. Τα ποσοστά ανεργίας εμφανίζονταν συστηματικά χαμηλά για να διασκεδάζουν τις εντυπώσεις οι κυβερνήσεις μας. Οι ρυθμοί ανάπτυξης παρουσιάζονταν τόσο ρόδινοι ώστε ο Γεώργιος Παπανδρέου, με το γνωστό του καυστικό χιούμορ, κάποτε αναγκάστηκε να πει ότι η Ελλάς είναι χώρα στην οποία ευημερούν οι αριθμοί και υποφέρουν οι άνθρωποι. Με άλλα λόγια, η προϊστορία της ΕΛΣΤΑΤ ήταν αναμφίβολα άθλια. Καθώς μάλιστα πλησιάζαμε στην ένταξη στο ευρώ, αυτό το βεβαρημένο παρελθόν ήρθε κι έδεσε με τα στατιστικά τερτίπια αντίστοιχων υπηρεσιών της Γερμανίας και δη της Ιταλίας, που στόχο είχαν το μασάζ που απαιτούνταν ώστε, πρώτον, τα ελλείμματα της Γερμανίας να σμικρύνουν αρκετά ώστε να φαίνεται ότι το Βερολίνο τηρούσε τα όρια του Μάαστριχτ (κάτι που δεν ίσχυε ούτε κατά διάνοια) και, δεύτερον, να περιοριστεί το δημόσιο χρέος και το έλλειμμα της Ιταλίας ώστε να δικαιολογηθεί η είσοδός της στο ευρώ. Μέσα σε αυτό το πανευρωπαϊκό κλίμα δημιουργικής στατιστικής κούμπωσαν και οι δημιουργικές στατιστικές μέθοδοι της δικής μας ΕΛΣΤΑΤ.
Μετά το Κραχ του 2008, και την αντήχησή του στην Ευρώπη το 2009, οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι έβραζαν από θυμό, ουσιαστικά με τον εαυτό τους, για την πανευρωπαϊκή, συστημική, θεσμική κρίση που δεν την είχαν δει να έρχεται και η οποία οδήγησε όλες τους τις δήθεν πανίσχυρες τράπεζες στην απότομη κατάρρευση. Όταν έσκασε στην επιφάνεια η μεγάλη απόκλιση του ελληνικού κρατικού ελλείμματος, βρήκαν ευκαιρία να ξεσπάσουν ενάντια σε καθετί ελληνικό ξεχνώντας ότι η κρίση είχε γίνει αισθητή παντού. Κλασική περίπτωση ενοχοποίησης των συμπτωμάτων ώστε να μη συζητούνται τα αίτια.
Η πτώχευση της χώρας και τα μνημονιακά δάνεια που μας επέβαλαν ώστε να συντηρηθεί η άρνηση της πτώχευσης κατέστησαν άνευ αντικειμένου την προσποίηση ότι όλα ήταν ρόδινα – για την ακρίβεια, η ρόδινη εκείνη εικόνα δεν τους βοηθούσε πλέον σε μια περίοδο που ό,τι είχε σχέση με την Ελλάδα και τους Έλληνες έπρεπε να παρουσιάζεται ως μαύρο κι άραχλο. Ξάφνου η ελληνική κυβέρνηση πιεζόταν από τις Βρυξέλλες, που έως τότε συμμετείχαν πλήρως στη συγκάλυψη της πραγματικής εικόνας των οικονομικών δεδομένων του κράτους μας, για μια νέα εποχή όπου η ΕΛΣΤΑΤ σφάλλει προς τη μεριά της απαισιοδοξίας, αντί για τη μονίμως «αισιόδοξη» αποτύπωση της οικονομικής πραγματικότητας.
Επί κυβερνήσεως Γιώργου Παπανδρέου, δηλαδή τον καιρό του Μνημονιστάν 1.0, η αντιπολιτευόμενη Νέα Δημοκρατία κατακεραύνωνε τον πρόεδρο της αναδομημένης (υπό τας διαταγάς της τρόικας) ΕΛΣΤΑΤ, Ανδρέα Γεωργίου, με την εξωφρενική κατηγορία ότι εκείνος έφερε το μνημόνιο και τα υπέρογκα δάνεια. Πώς; Αναθεωρώντας το έλλειμμα του 2009 σε βαθμό που οι επενδυτές σταμάτησαν να δανείζουν το κράτος – με αποτέλεσμα να πέσουμε στη μαύρη τρύπα των μνημονίων. Δεν είμαι σε θέση να ξέρω αν ο κ. Γεωργίου «έσφαλε προς τα πάνω» κατά μία ή δύο μονάδες όταν αναθεωρούσε την εκτίμηση της ΕΛΣΤΑΤ για το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν ο κ. Γεωργίου παραβίασε τους κανόνες λειτουργίας της ΕΛΣΤΑΤ κατά τη διάρκεια της αναθεώρησης του ελλείμματος. Όμως, πρέπει να πω πως δε θεωρώ ενδιαφέροντα αυτά τα δύο ερωτήματα – και σίγουρα δε θεωρώ ότι δικαιολογούν τις έντονες αντιπαραθέσεις που έχουν προκαλέσει. Αυτά που γνωρίζω, και που έχουν σημασία, είναι τα εξής:
-
Πρώτον, ήταν απολύτως φυσιολογική η τεράστια προς τα πάνω αναθεώρηση του ελλείμματος για το 2009. Μην ξεχνάμε ότι, σε όλες τις χώρες, όταν π.χ. τον Φεβρουάριο μιας χρονιάς το Υπουργείο Οικονομικών ανακοινώνει ότι ο κρατικός προϋπολογισμός της προηγούμενης χρονιάς παρουσίασε έλλειμμα, π.χ., 1%, αυτό το στοιχείο δεν είναι δεδομένο. Εκτίμηση είναι, καθώς τα τελικά στοιχεία γίνονται πλήρως ορατά ένα ή δύο χρόνια μετά. Πρόκειται λοιπόν για εκτίμηση. Και όπως συμβαίνει με όλες τις εκτιμήσεις, βασίζεται στο τι συνέβαινε τα προηγούμενα τρία ή τέσσερα χρόνια. Όμως το 2009 ήταν μια χρονιά κατάρρευσης την οποία η ΕΛΣΤΑΤ δεν μπορούσε να διακρίνει την ώρα που συνέβαινε. Βασιζόμενη στις τάσεις της περιόδου 2005-2008, της περιόδου κατά την οποία η συγκομιδή φόρων ήταν σταθερά υψηλή, ήταν αδύνατον να προβλέψει την κατάρρευση εισοδημάτων και δημόσιων εσόδων του 2009. Άρα ήταν δεδομένο ότι αυτή η κατάρρευση θα καταγραφόταν καθυστερημένα το 2010.
-
Δεύτερον, είναι πάντα και παντού ανόητο να πυροβολούμε τον ταχυδρόμο επειδή δε μας αρέσει το μαντάτο που κομίζει. Η κατηγορία την οποία εκσφενδόνισε η Νέα Δημοκρατία το 2010 πως, δήθεν, η πτώχευση ήρθε λόγω της αναθεώρησης της ΕΛΣΤΑΤ του κ. Γεωργίου είναι κάτι με το οποίο δεν αξίζει καν να ασχοληθεί κανείς. Είτε το έλλειμμα του 2009 παρουσιαζόταν ως 12% είτε ως 15%, η πτώχευση ήταν αναπόφευκτη.
-
Τρίτον, το πρόβλημα με τη μνημονιακή ΕΛΣΤΑΤ δεν ήταν προσωπικό, δεν ήταν ο κ. Γεωργίου. Το πρόβλημα ήταν ότι από μια αναξιόπιστη ΕΛΣΤΑΤ, την οποία έκανε ό,τι ήθελε η ελληνική κυβέρνηση έως το 2009 –με αποτέλεσμα τον διεθνή διασυρμό μας με τα Greek statistics–, περάσαμε σε μια αναξιόπιστη ΕΛΣΤΑΤ μετά το 2010 την οποία κάνει ό,τι θέλει η τρόικα. Μια ΕΛΣΤΑΤ που διοικείται δικτατορικά. Μια ΕΛΣΤΑΤ που δε λογοδοτεί εκεί που πρέπει, στη Βουλή των Ελλήνων, αλλά στον κ. Βίζερ – το αφεντικό του Eurogroup Working Group, δηλαδή του ανώτατου οργάνου της τρόικας.
Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο με υπογραφή μου απομακρύνθηκε ο κ. Γεωργίου: επειδή έχτισε το καθεστώς της Νέας Απαξίωσης της ΕΛΣΤΑΤ ευπειθώς αναφερόμενος στην τρόικα. Όσο για τις δικαστικές διώξεις του κ. Γεωργίου, καθώς και της κ. Σαββαΐδου, που ηγείτο της ΓΓΔΕ όσο ήμουν στο υπουργείο, διώξεις που συνεχίζονται ως σήμερα, ας μου επιτρέψει ο αναγνώστης μια προσωπική/πολιτική γνώμη: τις βρίσκω θλιβερές. Αρνούμαι να αποδεχθώ ότι διώκονται δύο άτομα που κάποια στιγμή υπηρέτησαν την πολιτική μετατροπής του ελληνικού κράτους σε ελβετικό τυρί την ώρα που, μετά το 2015, κυβέρνηση και αντιπολίτευση έχουν αποδεχθεί πλήρως τη μονιμοποίηση του καθεστώτος ελβετικού τυριού που διέπει το ελληνικό, μη κυρίαρχο πλέον, κράτος.
Κλείνοντας τα περί ελβετικού τυριού, ή μπανανίας που θα λέγαμε στο παρελθόν, αξίζει σε αυτό το σημείο να προσθέσουμε μια νότα αισιοδοξίας και περηφάνιας: Παρά τον τρόπο με τον οποίο τρόικα και ολιγαρχία κατάφεραν να διαβρώσουν το κράτος, σε βαθμό που η διάβρωση να φαντάζει ανεπανόρθωτη, ήταν συγκινητικές οι αντιστάσεις πολλών από τους ανθρώπους, τους δημόσιους υπαλλήλους, που εργάζονταν ακόμα και μέσα στα αποξενωμένα τμήματα του κρατικού μηχανισμού. Υπάλληλοι που μπορεί να ανήκαν σε εχθρικούς πολιτικά χώρους, της Νέας Δημοκρατίας ή του ΠΑΣΟΚ, έλαμψαν το εξάμηνο που ήμουν στο υπουργείο με το ήθος και το έργο τους. Αν και όλα τα στελέχη του Υπουργείου Οικονομικών αντιλαμβάνονταν ότι η σταδιοδρομία τους εξαρτιόταν σε μεγαλύτερο βαθμό από τις υπηρεσίες που θα προσέφεραν στις Βρυξέλλες και στην τρόικα, παρά στον υπουργό τους ή στη Βουλή μας, τους επόμενους μήνες πολλοί από αυτούς θα αποδείκνυαν πόσο εργατικοί, ειλικρινείς και πατριώτες ήταν, προσφέροντας αμισθί πολλές υπερωριακές ώρες εργασίας, αψηφώντας τις υπερβολικές πιέσεις από την τρόικα, παράγοντας σοβαρό έργο.
Ήταν η ζωντανή απόδειξη ότι, ανεξαρτήτως κομματικών τοποθετήσεων, στο ελληνικό δημόσιο εξακολουθεί, λόγω εκείνου που κάποτε αποκαλούσαμε «πατριωτισμό των Ελλήνων», να υπάρχει το ανθρώπινο δυναμικό το οποίο απαιτούν η απόδραση από τη χρεοδουλοπαροικία και η πρόοδος της χώρας. Το μόνο που το σταματά είναι ένα ενδοτικό πολιτικό προσωπικό που είτε δεν ενδιαφέρεται είτε είναι καθηλωμένο από τον φόβο ώστε να δώσει το πράσινο φως για τη συλλογική μας απόδραση.
Κοιτάζοντας μέσα στην άβυσσο
Παρότι μικροκαμωμένος, ο Γιάννης Ρουμπάτης εντυπωσιάζει με την παρουσία του. Μιλάει αργά, χαμηλόφωνα, ζυγίζοντας προσεκτικά κάθε του λέξη και αποδεικνύοντας συνεχώς πόσο εξαιρετικός χρήστης είναι τόσο της ελληνικής γλώσσας όσο και του ηχοχρώματος της φωνής του. Ξεκίνησε ως δημοσιογράφος, ενώ τη δεκαετία του 1980 διετέλεσε κυβερνητικός εκπρόσωπος της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου, προτού εκλεγεί ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του 1990.
Ο Ρουμπάτης διέθετε και με το παραπάνω τα προσόντα για να ηγηθεί της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, της ΕΥΠ, μιας υπηρεσίας πληροφοριών με παρελθούσες «δάφνες» στην αμερικανοκινούμενη υπονόμευση Ελλήνων δημοκρατών αλλά χωρίς ούτε μία σοβαρή επιτυχία στην υπεράσπιση της χώρας από ξένους εχθρούς. Ως φοιτητής είχε εκπονήσει διδακτορική διατριβή στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins, η οποία εστίαζε στον βαθμό διείσδυσης της CIA στις ελληνικές κυβερνήσεις. Ως κυβερνητικό στέλεχος κατά τη δεκαετία του 1980 συμμετείχε στην κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου, η οποία έκανε πολλά για να κόψει τις διασυνδέσεις μεταξύ ξένων μυστικών υπηρεσιών και Ελλήνων πρακτόρων.
Από την πρώτη στιγμή ένιωσα άνετα με τον Ρουμπάτη, ή τουλάχιστον όσο άνετα μπορεί κανείς να αισθανθεί με τον επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών. Η ανάλυσή του για την κατάσταση που αντιμετωπίζει η νέα κυβέρνηση εναρμονιζόταν με τη δική μου. Οι δηλώσεις του περί αφοσίωσης στη νέα μας κυβέρνηση και η διαβεβαίωσή του ότι θα αποτελούσε τον εχέμυθο σύμμαχό μας ήταν ευπρόσδεκτες. Εξίσου ευπρόσδεκτες ήταν οι τεχνικές συμβουλές του για απλά μέτρα που μπορούσα να λαμβάνω ώστε να θέτω εμπόδια στις φιλότιμες προσπάθειες ξένων υπηρεσιών να ξέρουν τι λέμε μεταξύ μας. Αλλά, πάνω απ’ όλα, εκτίμησα την επιβεβαίωση της αίσθησης που είχα για το γεγονός ότι ολόκληρα τμήματα του υπουργείου μου ήταν αλλού «αφοσιωμένα», εκτός επικράτειας, καθώς και για τις καρδιακές σχέσεις στελεχών του κρατικού μηχανισμού, πρώην και νυν, με τους επικεφαλής των τεχνικών κλιμακίων της τρόικας.
Μετά την πρώτη εκείνη συνάντηση θα συναντούσα τον Ρουμπάτη τακτικά στο Μαξίμου, σε γραφείο δίπλα από το πρωθυπουργικό, όπου συχνά περίμενε να συναντήσει τον Αλέξη πριν ή μετά τις τακτικές συνεδριάσεις του «πολεμικού» μας συμβουλίου, όπως αποκαλούσαμε μεταξύ σοβαρού κι αστείου τη διαπραγματευτική μας ομάδα. Σε εκείνες τις σχεδόν τυχαίες συναντήσεις ο Ρουμπάτης θα με ενημέρωνε δίνοντας τις τελευταίες πληροφορίες που έπρεπε, κατ’ εκείνον, να γνωρίζω. Όμως, όπως σύντομα θα ανακάλυπτα, ο επικεφαλής των μυστικών μας υπηρεσιών εύκολα, και αθόρυβα, μπορεί να μεταστραφεί από χρήσιμος φίλος σε αμείλικτο, αδήλωτο εχθρό. Όπως είχε πει κάποτε ο Γερμανός φιλόσοφος Φρίντριχ Νίτσε, αν κοιτάξεις αρκετή ώρα μέσα στην άβυσσο, είναι πιθανόν να κοιτάξει κι η άβυσσος μέσα σου.
Τελεσίγραφο
Την Παρασκευή 30 Ιανουαρίου, τρεις ημέρες αφότου είχα αναλάβει το υπουργείο, ο πρόεδρος του Eurogroup, υπουργός Οικονομικών της Ολλανδίας Γερούν Ντάισελμπλουμ, πέρασε το κατώφλι του συνοδευόμενος από μεγάλη κουστωδία. Μαζί του κατέφθασε ο Τόμας Βίζερ, πρόεδρος του Eurogroup Working Group και πραγματικά ισχυρός άντρας της ευρωζώνης, μαζί με κεντρικούς «παίκτες» της τρόικας.
Τους περίμενα στο ασανσέρ του έκτου ορόφου. Συναντηθήκαμε, σφίξαμε τα χέρια και προχωρήσαμε στο γραφείο μου για να πάρουμε κάποιο αναψυκτικό, πριν μεταβούμε στην παραδιπλανή αίθουσα συνεδριάσεων, όπου οι δύο ομάδες θα αντιμετώπιζαν η μία την άλλη αντικριστά, σε ένα ευρύ ορθογώνιο τραπέζι υπό τις κορνιζωμένες φωτογραφίες των προκατόχων μου. Από τη δική μου πλευρά του τραπεζιού είχα δίπλα μου τον Γιώργο Χουλιαράκη, πρόεδρο του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων (ΣΟΕ), τους αναπληρωτές υπουργούς Νάντια Βαλαβάνη και Δημήτρη Μάρδα, τον Γιώργο Σταθάκη, υπουργό Οικονομίας (του οποίου το γραφείο ήταν έναν όροφο πιο πάνω από το δικό μου), και βέβαια τον Ευκλείδη.
Από την απέναντι μεριά, ο ομόλογός μου, Γερούν Ντάισελμπλουμ, πλαισιωνόταν από τον Βίζερ και τον Ντέκλαν Κοστέλλο – τον Ιρλανδό που ήταν ακόμα και στην Ιρλανδία ιδιαίτερα αντιπαθής λόγω της πλήρους ταύτισής του με τη μνημονιακή διαδικασία που έκανε τόσο κακό σε τόσους συμπατριώτες του Ιρλανδούς, εξαναγκάζοντάς τους να μεταναστεύσουν από τη χώρα. Μαζί τους κι οι τοποτηρητές της Επιτροπής και του ΔΝΤ στην Αθήνα καθώς και ο Ολλανδός πρέσβης.
Τη συνεδρίαση εκκίνησε ο Γιάννης Δραγασάκης, ο οποίος ήρθε για να απευθύνει, ως αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, έναν τυπικό χαιρετισμό πριν αποχωρήσει αμέσως. Ακολούθησε ο δικός μου χαιρετισμός, προτού ο Γερούν Ντάισελμπλουμ πει λίγα λόγια ως πρόεδρος του Eurogroup. Ανταλλάξαμε φιλοφρονήσεις και διαβεβαιώσεις για εκατέρωθεν καλές προθέσεις, σ’ ένα κλίμα που δε θα μπορούσε παρά να περιγραφεί ως τεταμένο. Στη συνέχεια, η στιγμή της αλήθειας έφτασε, όταν κάλεσα τον Γερούν για μια τετ-α-τετ συνάντηση στο γραφείο μου.
Όταν η πόρτα έκλεισε πίσω μας, προσπάθησα να σπάσω τον πάγο. Ουσιαστικά επανέλαβα αυτά που είχα πει κατά τη συνέντευξη Τύπου παραλαβής του υπουργείου μου τρεις μέρες νωρίτερα: Από τη μεριά μας, είπα στον Γερούν, δεν υπάρχει καμία πρόθεση αντιπαράθεσης, δε θα υπάρξουν απειλές, δεν τίθεται θέμα ποιος θα υποχωρήσει πρώτος. Η Κρίση της Ευρωζώνης μόνο θύματα και χαμένους έχει. Οι μόνοι που κερδίζουν είναι οι μισαλλόδοξοι, οι ρατσιστές, οι επενδύοντες στον φόβο και στη διχόνοια – στο αυγό του φιδιού, όπως έλεγε και ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Με τον κ. Ντάισελμπλουμ την Παρασκευή θα βάλουμε τις βάσεις για να αποδομήσουμε το κλίμα αποδόμησης της Ευρώπης.
Εννοούσα κάθε λέξη. Μετά τη συνέντευξη Τύπου επέστρεψα στα γραφεία του έκτου ορόφου, για να τα βρω ανατριχιαστικά άδεια. Ο προκάτοχός μου είχε φύγει μαζί με το επιτελείο του, αφήνοντας πίσω του δύο νεαρές γυναίκες, έντρομες στη σκέψη ότι μπορεί να απολυθούν αυτοστιγμεί από το νέο αφεντικό της «ριζοσπαστικής Αριστεράς». Τις διαβεβαίωσα ότι το τελευταίο πράγμα το οποίο με ενδιέφερε ήταν ο ρεβανσισμός και η εκκαθάριση του προσωπικού της προηγούμενης κυβέρνησης. Έκλεισα την πόρτα πίσω μου και τράβηξα μια καρέκλα στο μεγάλο τραπέζι. Έβγαλα το λάπτοπ μου από το σακίδιο, το συνέδεσα στην πρίζα και περιμένοντας να ανοίξει, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο που πλαισίωνε τη φωταγωγημένη Βουλή, προσπάθησα να καταρτίσω μια νοητική λίστα με τις πιο επείγουσες προτεραιότητες της ημέρας.
Όταν κοίταξα την οθόνη του λάπτοπ μου, θυμήθηκα ότι δεν είχα τον κωδικό πρόσβασης στο Wi-Fi. Σηκώθηκα, άνοιξα την πόρτα προς το γραφείο των γραμματέων και φώναξα: «Είναι κανείς εδώ;» Σύντομα μία από τις δύο εμφανώς ανακουφισμένες και κάπως αμήχανες υπαλλήλους εμφανίστηκε από ένα μακρινό δωμάτιο. Μισή ώρα αργότερα βρήκαμε κάποιον που ήξερε κάποιον άλλο που γνώριζε τον κωδικό πρόσβασης. Και έτσι ο νέος υπουργός απέκτησε μια πολύ πολύ αργή σύνδεση στο Διαδίκτυο – όχι και το πιο ευοίωνο ξεκίνημα σε μια μακρά, μοναχική εκστρατεία ενάντια στους αρτιότερα εξοπλισμένους και καλύτερα προετοιμασμένους αντιπάλους στην ιστορία του καπιταλισμού.
Οι Αμερικανοί φίλοι
Το πρώτο τηλεφώνημα που έλαβα εκείνο το βράδυ από το εξωτερικό ήρθε από έναν άγνωστο αριθμό από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ήταν η Δανάη, η οποία είχε φτάσει στο Όστιν και καλούσε για να δει πώς τα πήγαινα. Μόλις κλείσαμε, το τηλέφωνο χτύπησε πάλι. Για άλλη μια φορά ο άγνωστος αριθμός στην οθόνη ξεκινούσε με +1, τον κωδικό κλήσης από τις ΗΠΑ. Σήκωσα το ακουστικό και άκουσα μια μακρινή, ήπια ανδρική φωνή με έντονη προφορά από το Μπρούκλυν.
«Δε με ξέρετε, κύριε Βαρουφάκη, αλλά ένιωσα την ανάγκη να σας καλέσω για να σας συγχαρώ για την εκλογή σας και για να σας παράσχω όλη την υποστήριξη που μπορώ να προσφέρω. Ονομάζομαι Μπέρνι Σάντερς και είμαι γερουσιαστής από το Βερμόντ. Κοινοί γνωστοί μας μου έδωσαν τον αριθμό σας και ελπίζω η πρωτοβουλία μου να μη σας ενόχλησε».
Να ενοχληθώ από την πρωτοβουλία; Χρειαζόμασταν όση στήριξη μπορούσαμε να συγκεντρώσουμε. Αφού τον ευχαρίστησα, του εξήγησα ότι φυσικά ήξερα ποιος ήταν. Αν και ο Μπέρνι δεν είχε γίνει ακόμα ευρέως γνωστός, καθώς θα διεκδικούσε το χρίσμα των Δημοκρατικών έξι μήνες αργότερα, ο Τζέιμι Γκάλμπρεϊθ με είχε ενημερώσει πλήρως για τα πολιτικά τεκταινόμενα στο Βερμόντ, όπου ο αδελφός του ο Πίτερ είχε χρηματίσει γερουσιαστής στην πολιτειακή Βουλή. Ο Μπέρνι ξεκίνησε να μου λέει ότι ήταν έτοιμος να γράψει στην Κριστίν Λαγκάρντ για να της δηλώσει ξεκάθαρα ότι θα πρέπει να προσέξει τη συμπεριφορά του ΔΝΤ απέναντι στην Ελλάδα. Με ρώτησε αν υπήρχε κάτι συγκεκριμένο που θα ήθελα να της αναφέρει. Υπήρχε, όντως.
Κατ’ αρχάς, του ζήτησα να αναφέρει σαφώς ότι το ελληνικό πρόγραμμα, του οποίου την αυστηρή επιτήρηση ασκούσε το ΔΝΤ από το 2010, είχε αποτύχει παταγωδώς ως αποτέλεσμα των εξωφρενικών επιπέδων λιτότητας που το ΔΝΤ είχε βοηθήσει να επιβληθούν. Δεύτερον, του ζήτησα να επισημάνει ότι η προκύπτουσα βαθιά ύφεση είχε εκθρέψει τα τέρατα της ναζιστικής Χρυσής Αυγής και ότι αν η δημοκρατική φιλοευρωπαϊκή κυβέρνησή μας στριμωχτεί από τους πιστωτές της, ένα πολύ πιθανό αποτέλεσμα θα ήταν η ίδια η δημοκρατία να στραγγαλιστεί στη γενέτειρά της, όπως ακριβώς συνέβη κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου. Ο Μπέρνι υποσχέθηκε ότι θα έκανε αυτές τις δύο επισημάνσεις και ότι θα προσέθετε ακόμη μία, που το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θα την έπαιρνε στα σοβαρά: αν το ΔΝΤ συνέχιζε την ίδια απαράδεκτη συμπεριφορά του απέναντι στην Ελλάδα, ο ίδιος θα πίεζε τη Γερουσία των ΗΠΑ για να μειωθεί η χρηματοδότηση του Ταμείου.
Από το 2012 με τον Τζέιμι Γκάλμπρεϊθ είχαμε δουλέψει σκληρά για να κερδίσουμε την υποστήριξη των Αμερικανών προοδευτικών στον αγώνα για το γκρέμισμα του Μνημονιστάν. Όταν κάλεσα τον Αλέξη να τον ενημερώσω για την προσφορά βοήθειας του Μπέρνι, εκείνος μου ανταπέδωσε τα καλά μαντάτα με τα νέα ότι τον κάλεσε ο πρόεδρος Ομπάμα όχι μόνο για τα εθιμοτυπικά συγχαρητήρια αλλά και για να του προτείνει τον προγραμματισμό σε σύντομο χρονικό διάστημα μιας συνάντησης μεταξύ του Τζακ Λιου, του υπουργού Οικονομικών του, και εμού. Ζήτησα από τον Αλέξη να τους μεταφέρει την ετοιμότητά μου να συναντηθώ με τον Λιου όποτε θα ήταν έτοιμος ο ίδιος. Λίγο αργότερα ο Ομπάμα προχώρησε σε εξαιρετικά χρήσιμη, για εμάς, δημόσια δήλωση:
«Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να πιέζουμε κράτη που βρίσκονται εν μέσω οικονομικής κρίσης», είπε στον δημοσιογράφο του CNN Φαρίντ Ζακαρία, προσθέτοντας: «Κάποια στιγμή πρέπει να υπάρξει μια στρατηγική ανάπτυξης για να μπορέσουν να εξοφλήσουν τα χρέη τους και να μειώσουν τα ελλείμματά τους». Περίπου μία ώρα αργότερα το κινητό μου τηλέφωνο χτύπησε ξανά, κι ένας άλλος άγνωστος αμερικανικός αριθμός εμφανίστηκε στην οθόνη του. Ήταν ο Τζεφ Σακς, καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και επικεφαλής του Earth Institute (Ινστιτούτου της Γης). Με κάλεσε για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον «δίκαιο και άξιο αγώνα» μας, όπως ο ίδιος το έθεσε, ώστε να πειστούν οι πιστωτές να προχωρήσουν σε μια σημαντική, ευρείας κλίμακας ελάφρυνση του χρέους και σε μια βιώσιμη δημοσιονομική πολιτική.
Ο Τζεφ είναι από τους, σχετικά λίγους, Αμερικανούς πανεπιστημιακούς οικονομολόγους που συνδέονται με κάτι σαν ομφάλιο λώρο με το αμερικανικό κράτος και με τους διεθνείς οργανισμούς που αυτό ελέγχει. Η δράση του στο παρελθόν ήταν, θα έλεγα, αμφιλεγόμενη. Όμως, είναι από τους ανθρώπους που γίνονται όλο και προοδευτικότεροι όσο μεγαλώνουν και βλέπουν ιδίοις όμμασι το διεθνές κατεστημένο εν δράσει. Πάντα κοντά στο ΔΝΤ, τόσο στο πνεύμα όσο και στην πράξη, είχε συμμετάσχει σε προγράμματα «διάσωσης» του Ταμείου τη δεκαετία του 1990, κάποια από τα οποία πήγαν πολύ άσχημα (όπως στη Ρωσία του Γιέλτσιν), άλλα κάπως καλύτερα. Παράλληλα, είχε αντιληφθεί από νωρίς τη σημασία της αναδιάρθρωσης του χρέους, κάτι που τον είχε φέρει σε έντονη σύγκρουση με το ΔΝΤ και την Ουάσινγκτον, παρά την οργανική διασύνδεση μαζί τους, ιδίως όταν επιχειρηματολογούσε υπέρ της αναδιάρθρωσης του χρέους χωρών όπως η Βολιβία. Όπως ο Τζο Στίγκλιτς, ο οποίος έγινε σκληρός επικριτής της Ουάσινγκτον, του ΔΝΤ και της Διεθνούς Τράπεζας αφότου έζησε από κοντά τις φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν από τους εξ Ουάσινγκτον ορμώμενους αυτούς οργανισμούς, ιδίως τα «προγράμματά» τους κατά τη διάρκεια της κρίσης της Νοτιοανατολικής Ασίας του 1998, έτσι και ο Τζεφ σημαδεύτηκε από την εμπειρία του της εγκληματικής συμπεριφοράς τους προς πτωχευμένα κράτη, όπως η Αργεντινή. Και οι δύο άνδρες διαμορφώθηκαν ως οικονομολόγοι και δημόσιοι διανοούμενοι από τις άμεσες εμπειρίες τους καταστροφικών «προγραμμάτων», όπως αυτό του Μνημονιστάν μας, και αποδείχτηκαν ιδιαίτερα γενναιόδωροι και αφοσιωμένοι υποστηρικτές του αγώνα μας.
Η τελευταία μου τηλεφωνική συνομιλία της ημέρας εκείνης με την άλλη όχθη του Ατλαντικού ήταν με τον Τζέιμι Γκάλμπρεϊθ. Του είπα για τα ευοίωνα μηνύματα από τον Μπέρνι, τον Τζεφ και τον Ομπάμα, πριν συζητήσουμε για την άφιξή του στην Αθήνα, όπου ήθελα να αρχίσει επειγόντως να συντονίζει την εκπόνηση του Σχεδίου Χ – του σχεδίου που ο Αλέξης μου είχε ζητήσει να ετοιμάσω, εκείνο το βράδυ του προηγούμενου Νοεμβρίου, σε περίπτωση που η τρόικα έβαζε μπροστά το Σχέδιο Ζ τους για Grexit.
Ο λόγος που επέλεξα τον Τζέιμι για να καθοδηγήσει την ομάδα ήταν ότι το Σχέδιο Χ έπρεπε να εκπονηθεί υπό συνθήκες άκρας μυστικότητας, δεδομένου ότι η γνωστοποίησή του θα ενέτεινε το ήδη εκκινηθέν (από τους κ. Σαμαρά και Στουρνάρα) bank run (τη μαζική απόσυρση καταθέσεων). Γιατί; Επειδή και μόνον η αναφορά στο Σχέδιο Χ θα έδινε στους δανειστές και στην ολιγαρχία την ευκαιρία να μας κατηγορήσουν ότι θέλαμε το Grexit (όπως κάνουν κατόπιν εορτής, από τον Ιούλιο του 2015 έως σήμερα) και θα έφερνε πιο κοντά στο μυαλό του κόσμου μια υποτιμημένη δραχμή, με αποτέλεσμα να σπεύσουν κατόπιν όλοι στα γκισέ των τραπεζών να απαιτούν τις αποταμιεύσεις τους από την πρώτη εβδομάδα της διακυβέρνησής μας προσφέροντας έτσι στην ΕΚΤ την τέλεια δικαιολογία για να κλείσει τις τράπεζές μας, αναγκάζοντάς μας να προχωρήσουμε σε σύγκρουση με την τρόικα πριν μας δοθεί η ευκαιρία σοβαρών διαπραγματεύσεων, πριν προετοιμαστούμε για μια τέτοια περίπτωση, πριν αρχίσουν να ασκούνται πιέσεις επί της σκληρής τρόικας από ψυχραιμότερες καθεστωτικές δυνάμεις, π.χ. από τους υποστηρικτές μας στην Ουάσινγκτον, στο Σίτυ του Λονδίνου κτλ.
Αν είχα αναθέσει το Σχέδιο Χ σε έλληνα αξιωματούχο, υπήρχε πολύ μεγάλη πιθανότητα να διαρρεύσει. Ρεαλιστικά σκεπτόμενος, ήταν αδύνατον να βρω κάποιον στην Ελλάδα που να συνδυάζει την εμπειρία, την εχεμύθεια και την κριτική ικανότητα του Τζέιμι. Πράγματι ο Τζέιμι δούλεψε για μήνες, μαζί με την ομάδα που φτιάξαμε, πάνω στο Σχέδιο Χ, κυριολεκτικά δίπλα μου – στο «διακριτικό», δύσκολα προσπελάσιμο γραφείο που βρίσκεται ακριβώς πίσω από το υπουργικό. Και δε διέρρευσε ούτε λέξη. Απόδειξη είναι ότι οι σήμερα φωνασκούντες εναντίον μου της τότε μνημονιακής αντιπολίτευσης (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ) τα του Σχεδίου Χ τα έμαθαν από… εμένα όταν πλέον δεν ετίθετο θέμα, μετά δηλαδή τη συνθηκολόγηση του πρωθυπουργού τον Ιούλιο του 2015.
Λίγες ώρες αργότερα η επιστολή που έστειλε ο Μπέρνι Σάντερς στην Κριστίν Λαγκάρντ έφτασε στο μέιλ μου. Ήταν ένα πραγματικό διαμάντι. Το παρακάτω απόσπασμα είναι ενδεικτικό του θαυμάσιου περιεχομένου του:
Αυτή την εβδομάδα ο ελληνικός λαός εξέλεξε μια νέα κυβέρνηση και εξουσιοδότησε αυτή την κυβέρνηση με την εντολή να αναστρέψει τις αποτυχημένες πολιτικές λιτότητας των τελευταίων πέντε ετών. Η λιτότητα όχι μόνο πτωχοποίησε τον ελληνικό λαό, ανεβάζοντας το ποσοστό ανεργίας πάνω από το 25%, αλλά επιπλέον δημιούργησε ένα πολιτικό κενό τόσο επικίνδυνο που βοήθησε το νεοναζιστικό κόμμα Χρυσή Αυγή να κερδίσει έδρες στο κοινοβούλιο… Οι λαοί της Ισπανίας, της Ιταλίας και της Πορτογαλίας παρακολουθούν, και αν δεν αντιμετωπίσουμε αυτή την κατάσταση λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη την πλατιά μάζα των εργαζομένων και των πολιτών, τα αποτελέσματα της συνεχιζόμενης λιτότητας θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ακόμα πιο σοβαρές πολιτικές συνέπειες και σε μια παγκόσμια οικονομική κρίση. Ευτυχώς, αυτό μπορεί να αποφευχθεί.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ως ένα πολυμερές ίδρυμα και μέλος της τρόικας…, έχει σημαντικό ρόλο να παίξει σε αυτό το σκηνικό. Ως μέλος της Επιτροπής Προϋπολογισμού της Γερουσίας, προβληματίζομαι για τη χρήση των κρατικών πόρων των Ηνωμένων Πολιτειών από το ΔΝΤ για την επιβολή λιτότητας σ’ έναν λαό που δεν μπορεί να αντέξει παραπάνω και του οποίου η κρίση μπορεί να επεκταθεί… Στη Γερουσία συζητούμε σοβαρά το κατά πόσον η αμερικανική κυβέρνηση θα πρέπει να αυξήσει την ποσότητα των αμερικανικών πόρων που διατίθενται στο ΔΝΤ προς δανεισμό σε ξένες χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ζητημάτων για το πώς υπολογίζεται το κόστος τέτοιων δεσμεύσεων. Χωρίς να μπαίνω σε αυτή τη συζήτηση, θα ήθελα να καταλάβω το πώς οι δεσμεύσεις μας χρησιμοποιούνται σε αυτή την περίπτωση και κατά πόσον αυτές οι δεσμεύσεις χρησιμοποιούνται για να προκαλέσουν τη διάδοση της οικονομικής κρίσης και την ενίσχυση της Ακροδεξιάς μέσω της υπερβολικής λιτότητας ή για να βοηθήσουν την Ελλάδα στην επίτευξη ενός διαχειρίσιμου δανειακού χρέους και μιας βιώσιμης οικονομίας.
Μέχρι να τελειώσω την ανάγνωση της θαυμάσιας εκείνης επιστολής, είχε πάει τρεις το πρωί. Ήταν ώρα να βγάλω από το μυαλό μου τους
«Αμερικανούς φίλους» και να μετατρέψω τη νοερή μου λίστα των εγχώριων προτεραιοτήτων σε συγκεκριμένη ατζέντα της επόμενης ημέρας:
-
Συνάντηση με στελέχη του υπουργείου για να ενημερωθώ για τα ταμειακά υπόλοιπα και τις υποχρεώσεις του κράτους
-
Ενίσχυση του προσωπικού της γραμματείας και πρόσληψη εκπροσώπου Τύπου
-
Σύγκληση συσκέψεων με τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων για την υλοποίηση πολιτικών εναντίον της φοροδιαφυγής
-
Καθιέρωση στενής συνεργασίας με τους αναπληρωτές μου
-
Αποδέσμευση των μακροοικονομολόγων και στατιστικολόγων του υπουργείου από τις απαιτήσεις της τρόικας και εστίασή τους στο έργο όχι της συσκότισης της πραγματικότητας, αλλά αντίθετα της όσο το δυνατόν ακριβέστερης καταγραφής της
-
Προώθηση του ευαίσθητου έργου της συγκρότησης μικρής ομάδας η οποία θα ασχολούνταν με τη δημιουργία του παράλληλου συστήματος πληρωμών.
Τις επόμενες σαράντα οκτώ ώρες το γραφείο του έκτου ορόφου που μέχρι πολύ πρόσφατα συγκέντρωνε την οργή του λαού μας θα γινόταν το σπίτι μου. Με τη Δανάη να έχει επιστρέψει στο Όστιν την προηγούμενη μέρα για να κλείσει το διαμέρισμά μας και να μεταφέρει τα πάντα πίσω στην Ελλάδα, δεν είχα κανέναν λόγο να φύγω από το γραφείο. Ο ξεθωριασμένος κόκκινος καναπές θα ήταν ιδανικός για τον ύπνο των τριών ωρών πριν από το πρωινό άνοιγμα του υπουργείου. Η αδρεναλίνη θα έκανε τα υπόλοιπα. Λίγες ώρες αργότερα ένας λαμπερός ήλιος ανέτειλε πίσω από το κτίριο της Βουλής, λούζοντας το γραφείο με το φωτεινό του κίτρινο. Η νέα μέρα ξεκινούσε ελπιδοφόρα.
Αποσαφηνίστε το «όχι και τόσο άσχημα»
Η μέρα ξεκίνησε με συνάντηση στην οποία συμμετείχαν στελέχη του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και του Οργανισμού Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους. Τους υποδέχτηκα στο γραφείο μου, έχοντας επίγνωση της ανάγκης να διαλύσω κάθε φόβο τους ότι θα τους ξεφορτωνόμουν ή θα τους περιθωριοποιούσα, αντικαθιστώντας τους με Συριζαίους. Στη σύντομη ομιλία με την οποία προσπάθησα να σπάσω τον πάγο, τους είπα ότι η πολιτική ή κομματική τους τοποθέτηση ή η προηγούμενη συνεργασία τους με την τρόικα, όσο ενθουσιώδης και αν ήταν, δε θα έπαιζε κανέναν ρόλο, σε ό,τι τουλάχιστον με αφορούσε. Τόνισα την αποφασιστικότητά μου να είμαι ο πιο ένθερμος υποστηρικτής τους, εφόσον εργαστούν με επιμέλεια και αφοσίωση· ταυτόχρονα, τους ξεκαθάρισα ότι θα είμαι ο χειρότερος εφιάλτης τους αν επέλεγαν να εξυπηρετήσουν αλλότρια συμφέροντα. Η ανακούφιση φάνηκε να πλημμυρίζει το δωμάτιο και η συζήτηση ξεκίνησε με πνεύμα αμοιβαίου σεβασμού και συνεργασίας.
Υπολογιστικά φύλλα απλώθηκαν στο μεγάλο τραπέζι, μοιράστηκαν γραφικές παραστάσεις και διαγράμματα, κατατέθηκαν λίστες των ομολόγων και των αποπληρωμών, παρουσιάστηκαν χρονοδιαγράμματα. Σε όλα αυτά το κόκκινο χρώμα κυριαρχούσε στα γραφήματα από τα μέσα Φεβρουαρίου και μετά. Αφού έγιναν όλες οι δυνατές αξιολογήσεις και αναφέρθηκαν όλοι οι αστάθμητοι παράγοντες, έθεσα τη μοναδική ερώτηση που είχε σημασία: «Πόσον καιρό έχουμε;»
Ήταν 28 Ιανουαρίου 2015. Αυτό που ρωτούσα ήταν πόσες μέρες είχαμε προτού τα ταμεία του κράτους αδειάσουν τόσο ώστε να καταστεί αναγκαία η επιλογή μεταξύ της παύσης πληρωμών είτε απέναντι στον βασικό μας πιστωτή, το ΔΝΤ, είτε προς τους συνταξιούχους και τους δημοσίους υπαλλήλους. Ακολούθησαν μερικές στιγμές σιωπής. Όταν τα μάτια μου συναντήθηκαν με εκείνα του διευθυντή του Γενικού Λογιστηρίου που ήταν αρμόδιος να απαντήσει, με κοίταξε όσο πιο αγέρωχα μπορούσε και είπε: «Τα πράγματα δεν είναι και τόσο άσχημα, κύριε Υπουργέ».
«Αποσαφηνίστε παρακαλώ το “όχι και τόσο άσχημα”», του ζήτησα.
«Ο,τιδήποτε μεταξύ έντεκα ημερών και πέντε εβδομάδων», μου απάντησε, ενώ τα μάτια του έπεσαν στις σημειώσεις για να αποφύγουν τα δικά μου. «Εξαρτάται από το ποσοστό των εισροών φορολογικών εσόδων μας», συμπλήρωσε, «και από κάποιες διαδικασίες τις οποίες μπορούμε να προχωρήσουμε, όπως την τοποθέτηση διαφόρων αποθεματικών σε repos [προσωρινές πωλήσεις]», κατέληξε.
Αυτή ήταν η πραγματικότητα του Greek-covery, του Greek Success Story και των πρωτογενών πλεονασμάτων, για την οποία η απερχόμενη κυβέρνηση των κ. Σαμαρά-Βενιζέλου-Στουρνάρα τολμούσε να πανηγυρίζει τόσο ανερυθρίαστα σε μια προσπάθεια να πείσει τον εαυτό της για το λάθος του ελληνικού λαού να την απορρίψει στις κάλπες του Ιανουαρίου του 2015. Όχι ότι περίμενα κάτι διαφορετικό, όμως είναι άλλο πράγμα να γνωρίζεις τα νούμερα και αρκετά διαφορετικό να σ’ τα απαριθμούν όταν κάθεσαι στην ηλεκτρική καρέκλα.
Κράτησέ με μακριά από τη φυλακή!
Ένα τηλεφώνημα σε φίλη και συνάδελφο που είχε διατελέσει υπουργός σε προηγούμενες κυβερνήσεις έλυσε το πρόβλημά μου με τη γραμματεία.
Η άλλη σημαντική θέση, εκείνη του διευθυντή του Γραφείου του Υπουργού, καλύφθηκε, πριν καν ασχοληθώ με την πλήρωσή της, από την Αντιπροεδρία, η οποία μου έστειλε μέλος του Σύριζα, οικονομολόγο και υπάλληλο του υπουργείου, για να καλύψει αυτή τη θέση – τον Γιώργο Κουτσούκο. Αν και αρχικά ήμουν κάπως καχύποπτος απέναντί του λόγω της επιλογής του από τον Γιάννη Δραγασάκη, ο Γιώργος με κέρδισε – αν μη τι άλλο επειδή ήταν λογοτέχνης με σημαντικό δημοσιευμένο έργο. Κανένας υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών που εκδίδει μυθιστορήματα δεν αξίζει την καχυποψία μου, σκέφτηκα.
Παρ’ όλα αυτά, ένιωσα την επιτακτική ανάγκη να έχω κοντά μου έναν άνθρωπο απόλυτης εμπιστοσύνης – κάποιον με τον οποίο να έχουμε φάει ψωμί κι αλάτι πριν καν υπάρξει Σύριζα, για να μην πω πριν ακόμα κατασταλάξουν οι πολιτικές μας πεποιθήσεις. Μόλις βρήκα μια στιγμή, τηλεφώνησα στον Βασίλη Καφούρο, τον φίλο από τα πολύ παλιά που με είχε προειδοποιήσει για τον Δραγασάκη πάνω από έναν χρόνο πριν.
Με τον Βασίλη γνωριστήκαμε πρώτη φορά το φθινόπωρο του 1978 ως πρωτοετείς φοιτητές, και οι δύο, στο Πανεπιστήμιο του Έσσεξ. Πρωτοσυναντηθήκαμε σε ένα κλειστό γήπεδο μπάσκετ ως αντίπαλοι σε «μονό». Κάποια στιγμή, πάνω στο παιχνίδι έγινε μια κακή κόντρα, δε θυμάμαι με ευθύνη ποίου, συγκρουστήκαμε, παραλίγο να πιαστούμε στα χέρια, τόσο που χρειάστηκαν κάποιοι «ψύχραιμοι» να μας χωρίσουν. Τον αντιπάθησα σφόδρα και εκείνος εμένα. Για μήνες μετά κάναμε ότι δε βλέπαμε αλλήλους όταν συναντιόμασταν στους σχετικά περιορισμένους χώρους του πανεπιστημίου.
Εκείνος ο χειμώνας του 1979 ήταν βαρύς, τόσο ως προς την παγωνιά όσο και πολιτικά, με τις μεγάλες απεργίες των βρετανικών συνδικάτων εναντίον της κυβέρνησης των Εργατικών. Τον επόμενο Απρίλιο η Θάτσερ, εκμεταλλευόμενη τη δυσαρέσκεια εκείνου του χειμώνα, κέρδισε την πρωθυπουργία. Φαίνεται ότι ο Χειμώνας της Δυσαρέσκειας, όπως τον αποκάλεσαν οι Βρετανοί, ήταν αρκετός για να μαλακώσει η εχθρότητά μας. Με τις εξετάσεις του Ιουνίου να πλησιάζουν, η γενική κατήφεια απάλυνε την αμοιβαία απέχθειά μας ακόμα περισσότερο. Έτσι, ένα βράδυ στο μπαρ της φοιτητικής ένωσης συμφωνήσαμε να δουλέψουμε από κοινού μια σειρά από ασκήσεις οικονομικών, στο πλαίσιο της προετοιμασίας μας για τις εξετάσεις. Νωρίς το επόμενο πρωί, αφού είχαμε λύσει τις ασκήσεις, η αντιπάθεια είχε ήδη μεταμορφωθεί σε δυνατή φιλία. Φιλία που με τα χρόνια μεγάλωσε και εξακολουθεί να μεγαλώνει.
«Τι θέλεις από μένα;» με ρώτησε ο Βασίλης όταν βρεθήκαμε μόνοι στο γραφείο μου, κάθε άλλο παρά ενθουσιασμένος με τον χώρο ή με το γεγονός ότι ο φίλος του ήταν τώρα υπουργός Οικονομικών.
«Να με κρατήσεις εκτός φυλακής, Βασίλη», απάντησα. Κατάλαβε.
Οι υπουργοί Οικονομικών βρίσκονται στο έλεος του γραφείου τους. Υπογράφουν δεκάδες έγγραφα, διατάγματα, συμβάσεις κτλ. καθημερινά. Είναι ανθρωπίνως αδύνατο να εξετάζουν προσεκτικά καθετί που υπογράφουν. Αρκεί ένας εχθρικός ή αφηρημένος υπάλληλος ή σύμβουλος, και ξαφνικά ο υπουργός αντιμετωπίζει την οργή του λαού ή του εισαγγελέα που απαγγέλλει σειρά κατηγοριών.
Ο Βασίλης δέχτηκε χωρίς δεύτερη σκέψη και μόλις υπέγραψα την απόσπασή του από το ΚΕΠΕ (Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών), όπου εργάζεται ως οικονομολόγος, στρώθηκε στη δουλειά. Μερόνυχτα ολόκληρα έκανε το ίδιο πράγμα: Ξεσκόνιζε κάθε έγγραφο που ερχόταν στο γραφείο μου για υπογραφή (πιάνοντας πολλά που αν είχα υπογράψει θα αντιμετώπιζα πρόβλημα) και περιπλανιόταν στους διαδρόμους για να καταλάβει «ποιος προσπαθούσε να κάνει τι σε ποιον», όπως θα έλεγε ο Λένιν – με σκοπό να ανατραπούν οι προτεραιότητές μας.
Ελβετικό τυρί: Υπουργείο Οικονομικών και ΤΧΣ, ΤΑΙΠΕΔ, ΓΓΔΕ και ΕΛΣΤΑΤ
Από καιρό, ακόμα και σε κραταιές χώρες, όπως η Γαλλία, η Βρετανία αλλά ακόμα και οι ΗΠΑ, ισχύει αυτό που ο Νόρμαν Λάμοντ είχε πει κάποτε για την κυβέρνησή του: οι πολιτικοί που κερδίζουν εκλογές έρχονται στην κυβέρνηση αλλά όχι και στην εξουσία. Ο Μπιλ Κλίντον, για παράδειγμα, είχε πει ότι αν ήταν να μετεμψυχωθεί και να επιστρέψει στη γη μετά θάνατον, θα ήθελε να επιστρέψει ως… η αγορά κρατικών ομολόγων – παραπέμποντας βέβαια στον τρόμο που σπέρνουν οι χρηματαγορές στις ψυχές των «κυβερνώντων». Όπως εξήγησα πιο πρόσφατα στον Νόρμαν, η ρήση του βρήκε το πλήρες νόημά της στην περίπτωση της ελληνικής κυβέρνησης γενικά και της υπουργίας μου ειδικότερα. Δεν ήταν μόνο ότι, όπως και κάθε άλλη κυβέρνηση, ήμασταν έρμαιο των βίαιων αντιδράσεων των αγορών. Ήταν κάτι πολύ πολύ χειρότερο από αυτό.
Όπως περιγράφει το «Μνημονιστάν 2.0», στο κεφάλαιο 2, οι όροι της δεύτερης μνημονιακής δανειακής σύμβασης, που εφαρμοζόταν σταδιακά μεταξύ 2012 και 2014, περιελάμβαναν μνημειώδεις επιθέσεις όχι μόνο στις κοινωνικές δαπάνες, αλλά και στην ίδια την κυριαρχία του ελληνικού κράτους. Συγκεκριμένα, το 2ο μνημόνιο εκχωρούσε στον έλεγχο των δανειστών τα εξής: τις εθνικοποιημένες (πλέον, μετά την πτώχευσή τους) τράπεζες, την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, τα δημόσια έσοδα και τα στατιστικά στοιχεία της χώρας.
Συγκεκριμένα: (α) ιδρύθηκε το Ελληνικό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), το οποίο μετά το 2012 κατείχε την πλειοψηφία των μετοχών των τραπεζών για λογαριασμό του κράτους, (β) συστάθηκε το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ), στο οποίο πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της δημόσιας περιουσίας με εντολή την εν τάχει πώληση, (γ) αυτονομήθηκε η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων (ΓΓΔΕ) εντός του Υπουργείου Οικονομικών και (δ) αποξενώθηκε από το ελληνικό κράτος η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία (θυμηθείτε τα Greek Statistics).
Ενώ υποτίθεται ότι και οι τέσσερις αυτοί θεσμοί εντάσσονταν στο Υπουργείο Οικονομικών, υπό την ευθύνη του υπουργού, στην ουσία και οι τέσσερις υπέκειντο στην… τρόικα. Π.χ. ο διορισμός των διοικητών σε ΤΧΣ, ΤΑΙΠΕΔ, ΓΓΔΕ και ΕΛΣΤΑΤ απαιτούσε έγκριση της τρόικας, ενώ η απόλυσή τους, ή η δίωξή τους για παράβαση καθήκοντος, θεωρούνταν casus belli από την τρόικα αν δε συμφωνούσαν οι τροϊκανοί, δηλαδή το Eurogroup Working Group υπό την προεδρία του Τόμας Βίζερ. Και το χειρότερο; Η Βουλή των Ελλήνων στερούνταν της οποιασδήποτε ουσιαστικής δυνατότητας ελέγχου των δραστηριοτήτων τους.
Με τον σφετερισμό αυτών των τεσσάρων κρίσιμων θεσμικών οργάνων του Υπουργείου Οικονομικών και την απομάκρυνσή τους από τον έλεγχο των δημοκρατικών διαδικασιών της χώρας, τρόικα και ολιγαρχία κατάφεραν να μετατρέψουν το υπουργείο σε κάτι που έμοιαζε με ελβετικό τυρί – ένα υπουργείο που χαρακτηριζόταν περισσότερο από τις «τρύπες» στην κυριαρχία του παρά από τις εξουσίες που του απέμεναν.
Η ΓΓΔΕ, τουλάχιστον όπως την «παρέλαβα», αποτελεί ένα από τα συναρπαστικότερα παραδείγματα νεοαποικιακού καθεστώτος στη σύγχρονη εποχή. Επί υπουργίας μου η ΓΓΔΕ τελούσε υπό την πλήρη ευθύνη μου. Αν, παραδείγματος χάριν, ξεσπούσε κάποιο σκάνδαλο φοροδιαφυγής, θα ήμουν υπόλογος γι’ αυτό απέναντι στη Βουλή και στα μάτια του λαού. Ωστόσο, δεν είχα καμία εξουσία επί των δραστηριοτήτων της ΓΓΔΕ. Δεν είχα, π.χ., το δικαίωμα να επιπλήξω, να απολύσω ή να αντικαταστήσω τη γενική γραμματέα, ενώ πέραν της άσκησης πολιτικής και ηθικής πίεσης δε διέθετα καμία επίσημη εξουσία όσον αφορά τον τρόπο λειτουργίας της ΓΓΔΕ, σε μια χώρα παγκοσμίως διάσημη για τη φοροδιαφυγή και τη φορολογική ασυλία των ολιγαρχών της. Η απόλυτη διακωμώδηση της πολιτικής εξουσίας: Όλη η ευθύνη στον πλήρως ανίσχυρο υπουργό, όλη η εξουσία στην τρόικα!
Όσον αφορά το ΤΧΣ και το ΤΑΙΠΕΔ, το μέγεθος του εγκλήματος είναι πασιφανές – και έχει γίνει λόγος γι’ αυτό σε προηγούμενες σελίδες:
-
Σε ποια κυρίαρχη χώρα διανοείται κανείς τράπεζες που πτώχευσαν να έχουν περάσει στην ιδιοκτησία των φορολογουμένων που υποχρεώθηκαν να δανειστούν 50 δισ. γι’ αυτό τον σκοπό, την ώρα που τη διαχείρισή τους την αναλαμβάνουν οι ξένοι δανειστές με μοναδικό στόχο να παραμείνουν στην εξουσία των συγκεκριμένων τραπεζών οι ίδιοι ιδιοκτήτες/τραπεζίτες που τις οδήγησαν αρχικά στην πτώχευση;
-
Σε ποια χώρα αφαιρείται όλη η δημόσια περιουσία από τον έλεγχο των πολιτών και της Βουλής που τους αντιπροσωπεύει και περνά σε οργανισμό εκποίησης τον οποίο ελέγχουν οι ίδιοι οι δανειστές που θα εισπράξουν τα εξευτελιστικά ποσά εκποίησης;
Το ζήτημα της ΕΛΣΤΑΤ, της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, που απασχολεί την ελληνική κοινή γνώμη χρόνια τώρα, είναι λεπτότερο αλλά όχι λιγότερο εξοργιστικό. Είναι αλήθεια ότι, από τη δεκαετία του 1950, τα ελληνικά στατιστικά «δεδομένα» δεν άξιζαν το χαρτί πάνω στο οποίο τυπώνονταν. Τα ποσοστά ανεργίας εμφανίζονταν συστηματικά χαμηλά για να διασκεδάζουν τις εντυπώσεις οι κυβερνήσεις μας. Οι ρυθμοί ανάπτυξης παρουσιάζονταν τόσο ρόδινοι ώστε ο Γεώργιος Παπανδρέου, με το γνωστό του καυστικό χιούμορ, κάποτε αναγκάστηκε να πει ότι η Ελλάς είναι χώρα στην οποία ευημερούν οι αριθμοί και υποφέρουν οι άνθρωποι. Με άλλα λόγια, η προϊστορία της ΕΛΣΤΑΤ ήταν αναμφίβολα άθλια. Καθώς μάλιστα πλησιάζαμε στην ένταξη στο ευρώ, αυτό το βεβαρημένο παρελθόν ήρθε κι έδεσε με τα στατιστικά τερτίπια αντίστοιχων υπηρεσιών της Γερμανίας και δη της Ιταλίας, που στόχο είχαν το μασάζ που απαιτούνταν ώστε, πρώτον, τα ελλείμματα της Γερμανίας να σμικρύνουν αρκετά ώστε να φαίνεται ότι το Βερολίνο τηρούσε τα όρια του Μάαστριχτ (κάτι που δεν ίσχυε ούτε κατά διάνοια) και, δεύτερον, να περιοριστεί το δημόσιο χρέος και το έλλειμμα της Ιταλίας ώστε να δικαιολογηθεί η είσοδός της στο ευρώ. Μέσα σε αυτό το πανευρωπαϊκό κλίμα δημιουργικής στατιστικής κούμπωσαν και οι δημιουργικές στατιστικές μέθοδοι της δικής μας ΕΛΣΤΑΤ.
Μετά το Κραχ του 2008, και την αντήχησή του στην Ευρώπη το 2009, οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι έβραζαν από θυμό, ουσιαστικά με τον εαυτό τους, για την πανευρωπαϊκή, συστημική, θεσμική κρίση που δεν την είχαν δει να έρχεται και η οποία οδήγησε όλες τους τις δήθεν πανίσχυρες τράπεζες στην απότομη κατάρρευση. Όταν έσκασε στην επιφάνεια η μεγάλη απόκλιση του ελληνικού κρατικού ελλείμματος, βρήκαν ευκαιρία να ξεσπάσουν ενάντια σε καθετί ελληνικό ξεχνώντας ότι η κρίση είχε γίνει αισθητή παντού. Κλασική περίπτωση ενοχοποίησης των συμπτωμάτων ώστε να μη συζητούνται τα αίτια.
Η πτώχευση της χώρας και τα μνημονιακά δάνεια που μας επέβαλαν ώστε να συντηρηθεί η άρνηση της πτώχευσης κατέστησαν άνευ αντικειμένου την προσποίηση ότι όλα ήταν ρόδινα – για την ακρίβεια, η ρόδινη εκείνη εικόνα δεν τους βοηθούσε πλέον σε μια περίοδο που ό,τι είχε σχέση με την Ελλάδα και τους Έλληνες έπρεπε να παρουσιάζεται ως μαύρο κι άραχλο. Ξάφνου η ελληνική κυβέρνηση πιεζόταν από τις Βρυξέλλες, που έως τότε συμμετείχαν πλήρως στη συγκάλυψη της πραγματικής εικόνας των οικονομικών δεδομένων του κράτους μας, για μια νέα εποχή όπου η ΕΛΣΤΑΤ σφάλλει προς τη μεριά της απαισιοδοξίας, αντί για τη μονίμως «αισιόδοξη» αποτύπωση της οικονομικής πραγματικότητας.
Επί κυβέρνησης Γιώργου Παπανδρέου, δηλαδή τον καιρό του Μνημονιστάν 1.0, η αντιπολιτευόμενη Νέα Δημοκρατία κατακεραύνωνε τον πρόεδρο της αναδομημένης (υπό τας διαταγάς της τρόικας) ΕΛΣΤΑΤ, Ανδρέα Γεωργίου, με την εξωφρενική κατηγορία ότι εκείνος έφερε το μνημόνιο και τα υπέρογκα δάνεια. Πώς; Αναθεωρώντας το έλλειμμα του 2009 σε βαθμό που οι επενδυτές σταμάτησαν να δανείζουν το κράτος – με αποτέλεσμα να πέσουμε στη μαύρη τρύπα των μνημονίων. Δεν είμαι σε θέση να ξέρω αν ο κ. Γεωργίου «έσφαλε προς τα πάνω» κατά μία ή δύο μονάδες όταν αναθεωρούσε την εκτίμηση της ΕΛΣΤΑΤ για το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν ο κ. Γεωργίου παραβίασε τους κανόνες λειτουργίας της ΕΛΣΤΑΤ κατά τη διάρκεια της αναθεώρησης του ελλείμματος. Όμως, πρέπει να πω πως δε θεωρώ ενδιαφέροντα αυτά τα δύο ερωτήματα – και σίγουρα δε θεωρώ ότι δικαιολογούν τις έντονες αντιπαραθέσεις που έχουν προκαλέσει. Αυτά που γνωρίζω, και που έχουν σημασία, είναι τα εξής:
-
Πρώτον, ήταν απολύτως φυσιολογική η τεράστια προς τα πάνω αναθεώρηση του ελλείμματος για το 2009. Μην ξεχνάμε ότι, σε όλες τις χώρες, όταν π.χ. τον Φεβρουάριο μιας χρονιάς το Υπουργείο Οικονομικών ανακοινώνει ότι ο κρατικός προϋπολογισμός της προηγούμενης χρονιάς παρουσίασε έλλειμμα, π.χ., 1%, αυτό το στοιχείο δεν είναι δεδομένο. Εκτίμηση είναι, καθώς τα τελικά στοιχεία γίνονται πλήρως ορατά ένα ή δύο χρόνια μετά. Πρόκειται λοιπόν για εκτίμηση. Και όπως συμβαίνει με όλες τις εκτιμήσεις, βασίζεται στο τι συνέβαινε τα προηγούμενα τρία ή τέσσερα χρόνια. Όμως το 2009 ήταν μια χρονιά κατάρρευσης την οποία η ΕΛΣΤΑΤ δεν μπορούσε να διακρίνει την ώρα που συνέβαινε. Βασιζόμενη στις τάσεις της περιόδου 2005-2008, της περιόδου κατά την οποία η συγκομιδή φόρων ήταν σταθερά υψηλή, ήταν αδύνατον να προβλέψει την κατάρρευση εισοδημάτων και δημόσιων εσόδων του 2009. Άρα ήταν δεδομένο ότι αυτή η κατάρρευση θα καταγραφόταν καθυστερημένα το 2010.
-
Δεύτερον, είναι πάντα και παντού ανόητο να πυροβολούμε τον ταχυδρόμο επειδή δε μας αρέσει το μαντάτο που κομίζει. Η κατηγορία την οποία εκσφενδόνισε η Νέα Δημοκρατία το 2010 πως, δήθεν, η πτώχευση ήρθε λόγω της αναθεώρησης της ΕΛΣΤΑΤ του κ. Γεωργίου είναι κάτι με το οποίο δεν αξίζει καν να ασχοληθεί κανείς. Είτε το έλλειμμα του 2009 παρουσιαζόταν ως 12% είτε ως 15%, η πτώχευση ήταν αναπόφευκτη.
-
Τρίτον, το πρόβλημα με τη μνημονιακή ΕΛΣΤΑΤ δεν ήταν προσωπικό, δεν ήταν ο κ. Γεωργίου. Το πρόβλημα ήταν ότι από μια αναξιόπιστη ΕΛΣΤΑΤ, την οποία έκανε ό,τι ήθελε η ελληνική κυβέρνηση έως το 2009 –με αποτέλεσμα τον διεθνή διασυρμό μας με τα Greek statistics–, περάσαμε σε μια αναξιόπιστη ΕΛΣΤΑΤ μετά το 2010 την οποία κάνει ό,τι θέλει η τρόικα. Μια ΕΛΣΤΑΤ που διοικείται δικτατορικά. Μια ΕΛΣΤΑΤ που δε λογοδοτεί εκεί που πρέπει, στη Βουλή των Ελλήνων, αλλά στον κ. Βίζερ – το αφεντικό του Eurogroup Working Group, δηλαδή του ανώτατου οργάνου της τρόικας.
Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο με υπογραφή μου απομακρύνθηκε ο κ. Γεωργίου: επειδή έχτισε το καθεστώς της Νέας Απαξίωσης της ΕΛΣΤΑΤ ευπειθώς αναφερόμενος στην τρόικα. Όσο για τις δικαστικές διώξεις του κ. Γεωργίου, καθώς και της κ. Σαββαΐδου, που ηγείτο της ΓΓΔΕ όσο ήμουν στο υπουργείο, διώξεις που συνεχίζονται ως σήμερα, ας μου επιτρέψει ο αναγνώστης μια προσωπική/πολιτική γνώμη: τις βρίσκω θλιβερές. Αρνούμαι να αποδεχθώ ότι διώκονται δύο άτομα που κάποια στιγμή υπηρέτησαν την πολιτική μετατροπής του ελληνικού κράτους σε ελβετικό τυρί την ώρα που, μετά το 2015, κυβέρνηση και αντιπολίτευση έχουν αποδεχθεί πλήρως τη μονιμοποίηση του καθεστώτος ελβετικού τυριού που διέπει το ελληνικό, μη κυρίαρχο πλέον, κράτος.
Κλείνοντας τα περί ελβετικού τυριού, ή μπανανίας που θα λέγαμε στο παρελθόν, αξίζει σε αυτό το σημείο να προσθέσουμε μια νότα αισιοδοξίας και περηφάνιας: Παρά τον τρόπο με τον οποίο τρόικα και ολιγαρχία κατάφεραν να διαβρώσουν το κράτος, σε βαθμό που η διάβρωση να φαντάζει ανεπανόρθωτη, ήταν συγκινητικές οι αντιστάσεις πολλών από τους ανθρώπους, τους δημόσιους υπαλλήλους, που εργάζονταν ακόμα και μέσα στα αποξενωμένα τμήματα του κρατικού μηχανισμού. Υπάλληλοι που μπορεί να ανήκαν σε εχθρικούς πολιτικά χώρους, της Νέας Δημοκρατίας ή του ΠΑΣΟΚ, έλαμψαν το εξάμηνο που ήμουν στο υπουργείο με το ήθος και το έργο τους. Αν και όλα τα στελέχη του Υπουργείου Οικονομικών αντιλαμβάνονταν ότι η σταδιοδρομία τους εξαρτιόταν σε μεγαλύτερο βαθμό από τις υπηρεσίες που θα προσέφεραν στις Βρυξέλλες και στην τρόικα, παρά στον υπουργό τους ή στη Βουλή μας, τους επόμενους μήνες πολλοί από αυτούς θα αποδείκνυαν πόσο εργατικοί, ειλικρινείς και πατριώτες ήταν, προσφέροντας αμισθί πολλές υπερωριακές ώρες εργασίας, αψηφώντας τις υπερβολικές πιέσεις από την τρόικα, παράγοντας σοβαρό έργο.
Ήταν η ζωντανή απόδειξη ότι, ανεξαρτήτως κομματικών τοποθετήσεων, στο ελληνικό δημόσιο εξακολουθεί, λόγω εκείνου που κάποτε αποκαλούσαμε «πατριωτισμό των Ελλήνων», να υπάρχει το ανθρώπινο δυναμικό το οποίο απαιτούν η απόδραση από τη χρεοδουλοπαροικία και η πρόοδος της χώρας. Το μόνο που το σταματά είναι ένα ενδοτικό πολιτικό προσωπικό που είτε δεν ενδιαφέρεται είτε είναι καθηλωμένο από τον φόβο ώστε να δώσει το πράσινο φως για τη συλλογική μας απόδραση.
Κοιτάζοντας μέσα στην άβυσσο
Παρότι μικροκαμωμένος, ο Γιάννης Ρουμπάτης εντυπωσιάζει με την παρουσία του. Μιλάει αργά, χαμηλόφωνα, ζυγίζοντας προσεκτικά κάθε του λέξη και αποδεικνύοντας συνεχώς πόσο εξαιρετικός χρήστης είναι τόσο της ελληνικής γλώσσας όσο και του ηχοχρώματος της φωνής του. Ξεκίνησε ως δημοσιογράφος, ενώ τη δεκαετία του 1980 διετέλεσε κυβερνητικός εκπρόσωπος της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου, προτού εκλεγεί ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του 1990.
Ο Ρουμπάτης διέθετε και με το παραπάνω τα προσόντα για να ηγηθεί της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, της ΕΥΠ, μιας υπηρεσίας πληροφοριών με παρελθούσες «δάφνες» στην αμερικανοκινούμενη υπονόμευση Ελλήνων δημοκρατών αλλά χωρίς ούτε μία σοβαρή επιτυχία στην υπεράσπιση της χώρας από ξένους εχθρούς. Ως φοιτητής είχε εκπονήσει διδακτορική διατριβή στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins, η οποία εστίαζε στον βαθμό διείσδυσης της CIA στις ελληνικές κυβερνήσεις. Ως κυβερνητικό στέλεχος κατά τη δεκαετία του 1980 συμμετείχε στην κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου, η οποία έκανε πολλά για να κόψει τις διασυνδέσεις μεταξύ ξένων μυστικών υπηρεσιών και Ελλήνων πρακτόρων.
Από την πρώτη στιγμή ένιωσα άνετα με τον Ρουμπάτη, ή τουλάχιστον όσο άνετα μπορεί κανείς να αισθανθεί με τον επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών. Η ανάλυσή του για την κατάσταση που αντιμετωπίζει η νέα κυβέρνηση εναρμονιζόταν με τη δική μου. Οι δηλώσεις του περί αφοσίωσης στη νέα μας κυβέρνηση και η διαβεβαίωσή του ότι θα αποτελούσε τον εχέμυθο σύμμαχό μας ήταν ευπρόσδεκτες. Εξίσου ευπρόσδεκτες ήταν οι τεχνικές συμβουλές του για απλά μέτρα που μπορούσα να λαμβάνω ώστε να θέτω εμπόδια στις φιλότιμες προσπάθειες ξένων υπηρεσιών να ξέρουν τι λέμε μεταξύ μας. Αλλά, πάνω απ’ όλα, εκτίμησα την επιβεβαίωση της αίσθησης που είχα για το γεγονός ότι ολόκληρα τμήματα του υπουργείου μου ήταν αλλού «αφοσιωμένα», εκτός επικράτειας, καθώς και για τις καρδιακές σχέσεις στελεχών του κρατικού μηχανισμού, πρώην και νυν, με τους επικεφαλής των τεχνικών κλιμακίων της τρόικας.
Μετά την πρώτη εκείνη συνάντηση θα συναντούσα τον Ρουμπάτη τακτικά στο Μαξίμου, σε γραφείο δίπλα από το πρωθυπουργικό, όπου συχνά περίμενε να συναντήσει τον Αλέξη πριν ή μετά τις τακτικές συνεδριάσεις του «πολεμικού» μας συμβουλίου, όπως αποκαλούσαμε μεταξύ σοβαρού κι αστείου τη διαπραγματευτική μας ομάδα. Σε εκείνες τις σχεδόν τυχαίες συναντήσεις ο Ρουμπάτης θα με ενημέρωνε δίνοντας τις τελευταίες πληροφορίες που έπρεπε, κατ’ εκείνον, να γνωρίζω. Όμως, όπως σύντομα θα ανακάλυπτα, ο επικεφαλής των μυστικών μας υπηρεσιών εύκολα, και αθόρυβα, μπορεί να μεταστραφεί από χρήσιμος φίλος σε αμείλικτο, αδήλωτο εχθρό. Όπως είχε πει κάποτε ο Γερμανός φιλόσοφος Φρίντριχ Νίτσε, αν κοιτάξεις αρκετή ώρα μέσα στην άβυσσο, είναι πιθανόν να κοιτάξει κι η άβυσσος μέσα σου.
Τελεσίγραφο
Την Παρασκευή 30 Ιανουαρίου, τρεις ημέρες αφότου είχα αναλάβει το υπουργείο, ο πρόεδρος του Eurogroup, υπουργός Οικονομικών της Ολλανδίας Γερούν Ντάισελμπλουμ, πέρασε το κατώφλι του συνοδευόμενος από μεγάλη κουστωδία. Μαζί του κατέφθασε ο Τόμας Βίζερ, πρόεδρος του Eurogroup Working Group και πραγματικά ισχυρός άντρας της ευρωζώνης, μαζί με κεντρικούς «παίκτες» της τρόικας.
Τους περίμενα στο ασανσέρ του έκτου ορόφου. Συναντηθήκαμε, σφίξαμε τα χέρια και προχωρήσαμε στο γραφείο μου για να πάρουμε κάποιο αναψυκτικό, πριν μεταβούμε στην παραδιπλανή αίθουσα συνεδριάσεων, όπου οι δύο ομάδες θα αντιμετώπιζαν η μία την άλλη αντικριστά, σε ένα ευρύ ορθογώνιο τραπέζι υπό τις κορνιζωμένες φωτογραφίες των προκατόχων μου. Από τη δική μου πλευρά του τραπεζιού είχα δίπλα μου τον Γιώργο Χουλιαράκη, πρόεδρο του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων (ΣΟΕ), τους αναπληρωτές υπουργούς Νάντια Βαλαβάνη και Δημήτρη Μάρδα, τον Γιώργο Σταθάκη, υπουργό Οικονομίας (του οποίου το γραφείο ήταν έναν όροφο πιο πάνω από το δικό μου), και βέβαια τον Ευκλείδη.
Από την απέναντι μεριά, ο ομόλογός μου, Γερούν Ντάισελμπλουμ, πλαισιωνόταν από τον Βίζερ και τον Ντέκλαν Κοστέλλο – τον Ιρλανδό που ήταν ακόμα και στην Ιρλανδία ιδιαίτερα αντιπαθής λόγω της πλήρους ταύτισής του με τη μνημονιακή διαδικασία που έκανε τόσο κακό σε τόσους συμπατριώτες του Ιρλανδούς, εξαναγκάζοντάς τους να μεταναστεύσουν από τη χώρα. Μαζί τους κι οι τοποτηρητές της Επιτροπής και του ΔΝΤ στην Αθήνα καθώς και ο Ολλανδός πρέσβης.
Τη συνεδρίαση εκκίνησε ο Γιάννης Δραγασάκης, ο οποίος ήρθε για να απευθύνει, ως αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, έναν τυπικό χαιρετισμό πριν αποχωρήσει αμέσως. Ακολούθησε ο δικός μου χαιρετισμός, προτού ο Γερούν Ντάισελμπλουμ πει λίγα λόγια ως πρόεδρος του Eurogroup. Ανταλλάξαμε φιλοφρονήσεις και διαβεβαιώσεις για εκατέρωθεν καλές προθέσεις, σ’ ένα κλίμα που δε θα μπορούσε παρά να περιγραφεί ως τεταμένο. Στη συνέχεια, η στιγμή της αλήθειας έφτασε, όταν κάλεσα τον Γερούν για μια τετ-α-τετ συνάντηση στο γραφείο μου.
Όταν η πόρτα έκλεισε πίσω μας, προσπάθησα να σπάσω τον πάγο. Ουσιαστικά επανέλαβα αυτά που είχα πει κατά τη συνέντευξη Τύπου παραλαβής του υπουργείου μου τρεις μέρες νωρίτερα: Από τη μεριά μας, είπα στον Γερούν, δεν υπάρχει καμία πρόθεση αντιπαράθεσης, δε θα υπάρξουν απειλές, δεν τίθεται θέμα ποιος θα υποχωρήσει πρώτος ή δεύτερος. Η ελληνική κρίση πλήττει τον λαό μας αλλά και την Ευρώπη. Γι’ αυτό πρέπει να τελειώνει. «Ας αψηφήσουμε τους προφήτες της σύγκρουσης», πρότεινα. Τέλος, τον διαβεβαίωσα ότι η νέα μας κυβέρνηση ενδιαφερόταν μόνο για έναν συμβιβασμό που θα μας οδηγούσε σε μια αμοιβαίως επωφελή συμφωνία. Βέβαια, για να βοηθήσουμε τη γέννηση αυτής της νέας συνεργασίας, θα έπρεπε να βρούμε μια αποτελεσματικότερη διαπραγματευτική διαδικασία, που δεν πλήγωνε το αίσθημα υπερηφάνειας των Ελλήνων. «Οι μέθοδοι της τρόικας στην Ελλάδα κατά τα τελευταία τέσσερα χρόνια υπήρξαν αντιπαραγωγικές», κατέληξα όσο πιο διπλωματικά μπορούσα.
«Ναι», συμφώνησε. «Η τρόικα δεν έχει αφήσει τις καλύτερες εντυπώσεις εδώ».
«Και λίγα λες, Γερούν», είπα χαμογελώντας. Τον προέτρεψα να δει την κατάσταση από την οπτική γωνία του λαού μας. Εδώ και τέσσερα χρόνια, ομάδες τεχνοκρατών σταλμένες από το ΔΝΤ, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ΕΚΤ κατέφταναν στο αεροδρόμιο της Αθήνας, απ’ όπου, με Μερσεντές και BMW με φιμέ τζάμια, υπό θορυβώδη αστυνομική συνοδεία, οδηγούνταν ιλιγγιωδώς στα διάφορα υπουργεία, όπου υπέβαλλαν σε ανάκριση τους εκλεγμένους υπουργούς, επιβάλλοντάς τους πολιτικές αμφίβολης αποτελεσματικότητας και ξεκάθαρης μεροληψίας εναντίον των αδυνάμων. «Πρέπει να βρούμε έναν άλλον τρόπο για να συνεργαζόμαστε», κατέληξα, για να μπορέσουν οι πολίτες να αποδεχτούν τις πολιτικές στις οποίες εκείνος κι εγώ θα συμφωνούσαμε. «Τουλάχιστον», πρότεινα, «οι υπουργοί να μιλάνε με υπουργούς, οι τεχνοκράτες μας με τους δικούς σας τεχνοκράτες και οι πρωθυπουργοί με πρωθυπουργούς».
Ήμουν ευτυχής όταν τον άκουσα να λέει ότι συμφωνούσε πως η διαδικασία θα έπρεπε να επανεξεταστεί, αν και μέσα μου υποψιαζόμουν ότι το έλεγε όχι τόσο επειδή συμφωνούσε αλλά επειδή καιγόταν να αλλάξει θέμα, επιστρέφοντας στο ερώτημα που μου είχε θέσει τηλεφωνικά λίγες μέρες νωρίτερα: «Ποιες είναι οι προθέσεις σας σχετικά με το ελληνικό πρόγραμμα; Σκοπεύετε να το ολοκληρώσετε;»
Όταν πράγματι επανέλαβε το ίδιο ακριβώς ερώτημα, του έδωσα ακριβώς την ίδια απάντηση που του είχα δώσει στο τηλέφωνο: Η νέα μας κυβέρνηση, του είπα, αναγνωρίζει ότι έχει κληρονομήσει από τις προηγούμενες κυβερνήσεις ορισμένες δεσμεύσεις έναντι του Eurogroup. Όμως, από την άλλη, πιστεύουμε ότι οι εταίροι της θα αναγνωρίσουν το γεγονός ότι εκλεγήκαμε λίγες μέρες πριν με τη λαϊκή εντολή να επαναδιαπραγματευτούμε βασικά σημεία του προγράμματος. «Όπερ μεθερμηνευόμενον», συμπέρανα, «κοινός μας στόχος, Γερούν, δικός μου και δικός σου, πρέπει να είναι η εξεύρεση κοινού τόπου μεταξύ του υφιστάμενου προγράμματος και των προτεραιοτήτων της νέας κυβέρνησής μας». Η απάντησή του ήταν απότομη, ακολουθούμενη από γκριμάτσα που δεν άφηνε αμφιβολία για την άκρως επιθετική στάση του:
«Αυτό δεν μπορεί να δουλέψει!» («That won’t work!»)
Του υπενθύμισα ότι, όταν του είχα δώσει την ίδια ακριβώς απάντηση στην ίδια ακριβώς ερώτηση μέρες νωρίτερα, είχε απαντήσει: «Αυτό είναι πολύ καλό». Ο Γερούν αγνόησε την υπενθύμισή μου. Το ελληνικό πρόγραμμα, σχολίασε, είναι σαν ένα άλογο. Είναι είτε ζωντανό είτε νεκρό. Αν είναι ζωντανό, πρέπει να το καβαλήσουμε και να το οδηγήσουμε στον προορισμό του. Αν είναι νεκρό, τότε είναι νεκρό. Χωρίς να είμαι απολύτως σίγουρος για το πώς να ερμηνεύσω τη μεταφορά του και αρνούμενος να την υιοθετήσω, προσπάθησα να τον μεταπείσω.
Υπήρχε λόγος, του εξήγησα, που η προηγούμενη κυβέρνηση είχε πέσει πάνω στο σπαθί της και προκήρυξε εκλογές τόσο νωρίς προτού ολοκληρώσει τη θητεία της. Και υπήρχε λόγος που οι ψηφοφόροι έστειλαν τον Αντώνη Σαμαρά στα έδρανα της αντιπολίτευσης. Και ο λόγος ήταν απλός: η δεύτερη δανειακή συμφωνία ήταν απλώς αδύνατον να ολοκληρωθεί καθώς είχε εξοκείλει λόγω, βασικά, του μη βιώσιμου χρέους το οποίο οδηγούσε σε ανέφικτους στόχους ως προς το πλεόνασμα του κρατικού προϋπολογισμού (από το οποίο θα αποπληρωνόταν, δήθεν, το χρέος), το οποίο –με τη σειρά του– απαιτούσε φορολογικούς συντελεστές που καταδίκαζαν σε θανατική ποινή τις επιχειρήσεις. Αυτά όλα οι ψηφοφόροι τα κατανόησαν. «Εάν δεν ήταν έτσι, Γερούν, εσείς και η προηγούμενη κυβέρνηση θα είχατε ολοκληρώσει τη δεύτερη δανειακή συμφωνία κι εμείς δε θα είχαμε εκλεγεί», παρατήρησα.
Για μια στιγμή φάνηκε να έχει χάσει τα λόγια του. Άδραξα την ευκαιρία να προσθέσω: Οι ίδιοι οι αριθμοί της τρόικας μας λένε ότι, ακόμα και αν το πρόγραμμα ολοκληρωνόταν μέσα στην άνοιξη του 2015, και η Ελλάδα λάμβανε τα περίπου 7 δισεκατομμύρια που απέμεναν στο δεύτερο πακέτο διάσωσης, ακόμα και τότε θα μας έλειπαν συνολικά 12 δισ. ευρώ μόνο για το 2015. «Πού θα βρω αυτά τα 12 δισ., Γερούν;» Σκέψου την επίδραση που θα έχει αυτό το αναπάντητο ερώτημα στους ιδιώτες επενδυτές, του είπα: Θα επιβεβαιώσει την απόφασή τους να μη δανείσουν ξανά το ελληνικό κράτος μέχρι να πραγματοποιηθεί μια σοβαρή αναδιάρθρωση του χρέους. Και σκέψου την ευρύτερη εικόνα: η αποπληρωμή του χρέους μόνο για το 2015 ανερχόταν στο 45% όλων των φόρων που ανέμενε η κυβέρνηση να συλλέξει. Εν τω μεταξύ, το εθνικό εισόδημα, σε ευρώ, συνέχιζε να μειώνεται και όλοι προέβλεπαν αύξηση των φόρων για την κάλυψη των αποπληρωμών. Κανένας επενδυτής στα λογικά του δε θα επενέδυε σε μια οικονομία όπου η ζήτηση συρρικνώνεται και οι φόροι αυξάνονται.
Επί της ουσίας, στις αρχές του 2015 υπήρχαν μόνο τρεις εναλλακτικές. Μία ήταν ένα τρίτο, μεγάλο δάνειο που να κάλυπτε την αποτυχία του δεύτερου, το οποίο δόθηκε το 2012 για να καλύψει την αποτυχία του πρώτου. Μια δεύτερη εναλλακτική ήταν η νέου τύπου συμφωνία για την Ελλάδα την οποία πρότεινα: με μια ουσιαστική αναδιάρθρωση του χρέους θα εξαφανιζόταν η ανάγκη για νέο, μεγάλο δάνειο και θα άνοιγε ο δρόμος για αντικατάσταση της αναποτελεσματικής μεταρρυθμιστικής ατζέντας του μνημονίου με μια νέα την οποία ο ελληνικός λαός θα αγκάλιαζε. Η τρίτη εναλλακτική ήταν ένα αμοιβαία επιζήμιο αδιέξοδο.
«Δεν καταλαβαίνεις», μου είπε ο Γερούν, με τη φωνή του να ξεχειλίζει από δήθεν συγκαταβατικότητα. «Το τρέχον πρόγραμμα πρέπει να ολοκληρωθεί, αλλιώς δεν υπάρχει τίποτα άλλο!» Επρόκειτο για απίθανη δήλωση: ο πρόεδρος των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης αρνιόταν να ασχοληθεί με ένα απλό ζήτημα χρηματοδότησης! Μου ήταν αδύνατον να μην του το θέσω ξανά:
Μα από πού θα βρεθούν τα 12 δισεκατομμύρια ευρώ που λείπουν για το 2015, Γερούν; Μπορείς να μου πεις έναν τρόπο που θα καθιστούσε οικονομικά εφικτή την ολοκλήρωσή του, χωρίς ένα νέο 3ο μνημονιακό πρόγραμμα το οποίο θα φέρει τα απαιτούμενα δισ. για το 2015, το 2016 κ.ο.κ.; Όμως, και διόρθωσέ με αν σφάλλω, ένα 3ο μνημόνιο είναι αδύνατον να συμφωνηθεί χωρίς εξαντλητικές διαπραγματεύσεις μεταξύ και των δεκαεννέα υπουργών Οικονομικών [στο Eurogroup], συν το ΔΝΤ, συν την Κομισιόν, συν την ΕΚΤ. Άρα, η απλή ολοκλήρωση του 2ου μνημονιακού προγράμματος είναι αδύνατη. Υπάρχει κάποια αμφιβολία ότι αδυνατούμε να ολοκληρώσουμε το 2ο πρόγραμμα ανεξάρτητα από τη δική μου προθυμία; Διαφωνείς ότι, ακόμα κι αν ήμουν πρόθυμος να παραβιάσω τη λαϊκή εντολή που μου έδωσαν οι ψηφοφόροι για την επαναδιαπραγμάτευσή του, η ολοκλήρωση για την οποία μιλάς είναι ανέφικτη;
Ο Γερούν με κοίταξε για μια στιγμή αμήχανα και αμέσως μετά έστρεψε το βλέμμα προς τα κάτω χωρίς να απαντήσει. Ήταν εμφανές ότι δεν είχε έρθει στην Αθήνα για να συζητήσει σοβαρά οτιδήποτε, ή να διαπραγματευτεί νούμερα και αριθμούς. Είχε έρθει προφανώς για να δοκιμάσει την τύχη του – να δει αν, απειλώντας με, θα πετύχαινε μια γρήγορη νίκη που θα του επέτρεπε να επιβιβαστεί στο τζετ του στο «Ελευθέριος Βενιζέλος», έχοντας στις αποσκευές του μια δήλωση μετανοίας κι έναν όρκο υπακοής μου στο πρόγραμμα της τρόικας, στο Eurogroup και στους πιστωτές.
Το γεγονός ότι ο πρόεδρος του Eurogroup ήταν τόσο παραπλανημένος ώστε να πιστεύει πως με μια απειλή του θα έσπευδα να υπογράψω δήλωση μετανοίας αποτελεί συναρπαστικό σχόλιο για την πρόσφατη ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντανακλά το γεγονός ότι οι αξιωματούχοι της ευρωζώνης έχουν μάθει να λειτουργούν ανεξέλεγκτα, χωρίς την παραμικρή δημοκρατική ευαισθησία, και αποκλειστικά για λογαριασμό του βαθέος ευρωπαϊκού κατεστημένου. Δε λογαριάζουν καμία δημοκρατική, λαϊκή εντολή, εκτός αν εμπίπτει πλήρως στη «λογική» τους. Περιμένουν από πρόσφατα εκλεγμένους υπουργούς, πρωθυπουργούς, ακόμη και από τον πρόεδρο της Γαλλίας, να λυγίσουν στην πρώτη θωριά ενός τελεσιγράφου, υποστηριζόμενου από το βαρύ πυροβολικό της ΕΚΤ.
Από το 2008 το μοναδικό πράγμα που κρατούσε ανοιχτές τις περισσότερες εμπορικές τράπεζες των κρατών-μελών της ευρωζώνης ήταν η καλή θέληση του Eurogroup, την οποία η ΕΚΤ του Μάριο Ντράγκι χρειαζόταν για να εκδώσει το επίσημο waiver. Αυτό το waiver ήταν ένα χαρτί που (στην κατάσταση «έκτακτης» ανάγκης που διατηρείται επισήμως έως σήμερα) επέτρεπε στον Ντράγκι, κόντρα στο καταστατικό της ΕΚΤ, να αποδέχεται ως εχέγγυα από τους τραπεζίτες υποσχετικές (IOU) των κρατών-μελών (π.χ. της Ιταλίας, της Ελλάδας κτλ.) που οι ιδιώτες επενδυτές δε θα τις ακούμπαγαν καν (φοβούμενοι για τα χρήματά τους αν τις αγόραζαν). Κάπου εκεί τερματίστηκε η κυριαρχία των οικονομικά δοκιμαζόμενων κρατών-μελών.
Πολλές ήταν οι κυβερνήσεις που εξαναγκάστηκαν σε υιοθέτηση πολιτικών τις οποίες απεχθάνονταν μόνο και μόνο για να παραμείνουν, ελέω Eurogroup και ΕΚΤ, ανοικτές οι τράπεζες των χωρών τους. Στις χώρες της Βαλτικής, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία, την Ισπανία, την Κύπρο, την Ιταλία, τη Γαλλία, οι κυβερνήσεις εκάμφθησαν η μία μετά την άλλη, πολλές φορές την επομένη της εκλογής τους (π.χ. οι πρόεδροι Ολλάντ και Αναστασιάδης, ο πρωθυπουργός Ραχόι κτλ.). Ο ίδιος ο Γερούν Ντάισελμπλουμ είχε μάλιστα καυχηθεί ότι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκε η Κύπρος το 2013, λίγο μετά την ανάληψη εκ μέρους του της προεδρίας του Eurogroup, ήταν το «μοντέλο» για την αντιμετώπιση μελλοντικών κρίσεων: κλείσιμο τραπεζών, περιορισμοί στην εξαγωγή ευρώ εντός της ευρωζώνης, κούρεμα των καταθέσεων ακόμα και των συνεργατικών κοινωνικών ταμείων της εργατικής τάξης.
Αυτή η απειλή του κλεισίματος των τραπεζών της ελληνικής επικράτειας, την οποία μεθόδευε πριν από την εκλογή μας η τρόικα με τον Γιάννη Στουρνάρα, που προϊδέαζε για «έλλειψη ρευστότητας», και την κυβέρνηση Σαμαρά, που δε σταμάταγε να προειδοποιεί ότι η ήττα τους θα έφερνε το κλείσιμο των τραπεζών, ήταν ο άσος που έκρυβε ο Γερούν στο μανίκι του την ημέρα που με επισκέφτηκε στο γραφείο μου. Δε φανταζόταν πως δε θα αρκούσε. Ήθελε να πιστεύει πως με το που θα μου τον έδειχνε να προβάλλει από το μανίκι του θα έπεφτα στα γόνατα να τον παρακαλέσω να τον ξαναβάλει μέσα!
«Υπάρχει μια εναλλακτική λύση στη δέσμευση για την ολοκλήρωση του προγράμματος», μου είπε κοιτάζοντάς με βλοσυρά.
«Με χαρά μου να την ακούσω», του απάντησα. Ανασηκώνοντας λίγο τους ώμους του μου είπε: «Εσύ κι εγώ να δώσουμε κοινή συνέντευξη Τύπου στη διάρκεια της οποίας θα ανακοινώσουμε ότι το πρόγραμμα έχει καταρρεύσει».
«Η λέξη “κατάρρευση”, Γερούν, δεν είναι ακριβώς αυτό που θέλουν να ακούσουν ούτε οι αγορές ούτε οι πολίτες», απάντησα χαμογελώντας. «Και με τι θα το αντικαταστήσουμε;» ρώτησα.
Προς απάντησή μου ξανασήκωσε τους ώμους με μια έκφραση δήθεν αμηχανίας σχηματισμένη στο πρόσωπό του.
«Με απειλείς με κλείσιμο των τραπεζών και Grexit, Γερούν;» ρώτησα ήρεμα.
«Όχι, δεν είπα αυτό», διαμαρτυρήθηκε.
«Μπορούμε, σε παρακαλώ, να είμαστε ειλικρινείς;» ρώτησα.
«Διακυβεύονται πάρα πολλά, για να μιλάμε με υπεκφυγές. Είπες ότι αν επιμείνω στην επαναδιαπραγμάτευση του προγράμματος, το πρόγραμμα καταρρέει. Αυτό σημαίνει ένα και μόνο πράγμα. Και οι δύο ξέρουμε ποιο είναι αυτό».
Αναφερόμουν βέβαια στο γεγονός ότι η ΕΚΤ, είτε κεντρικά είτε μέσω της Κεντρικής Τράπεζας της Ελλάδος, θα απέσυρε τόσο το waiver (αρνούμενη να δεχθεί τα περιουσιακά στοιχεία των ελληνικών τραπεζών) όσο και τον ELA της Τράπεζας της Ελλάδος, αναγκάζοντάς τες να κλείσουν. Σε εκείνο το σημείο η κυβέρνησή μας δε θα είχε άλλη επιλογή παρά να εκδώσει τη δική της ρευστότητα. Και αν το αδιέξοδο συνεχιζόταν, η ονομαστική μας ρευστότητα σε ευρώ, από ένα σημείο και μετά, θα μετατρεπόταν σε νέο νόμισμα. Αυτό ήταν το Grexit.
«Συνεπώς, μου παραδίδεις τελεσίγραφο», συνέχισα. «Στην πραγματικότητα μου λες: Δεσμευτείτε να ολοκληρώσετε ένα πρόγραμμα που είναι αδύνατον να ολοκληρωθεί ή αλλιώς θα εκδιωχτείτε από την ευρωζώνη. Υπάρχει κάποια άλλη ανάγνωση σε αυτό που μόλις μου είπες;»
Ο πρόεδρος του Eurogroup σήκωσε ξανά τους ώμους του και μειδίασε, επιβεβαιώνοντας με τον τρόπο του την ερμηνεία μου. Ήταν το έναυσμα που χρειαζόμουν για να βάλω, όσο πιο διπλωματικά γινόταν, τα πράγματα στη θέση τους:
«Πρόκειται για δυσοίωνη μέρα για την Ευρώπη όταν ο πρόεδρος του Eurogroup παρουσιάζει σε πρόσφατα εκλεγμένο υπουργό Οικονομικών τελεσίγραφο που δεν μπορεί να υλοποιηθεί. Επίτρεψέ μου να τονίσω άλλη μία φορά ότι δεν εκλεγήκαμε για να συγκρουστούμε με το Eurogroup. Προσωπικά μιλώντας, δεν έχω καμία πρόθεση να έρθω σε σύγκρουση μαζί σου. Όμως, από την άλλη, ούτε εκλεγήκαμε για να παραιτηθούμε από τους κεντρικούς μας στόχους την πρώτη εβδομάδα της διακυβέρνησής μας, συνυπογράφοντας ένα ανέφικτο πρόγραμμα το οποίο η λογική και η λαϊκή εντολή μάς επιβάλλουν να επαναδιαπραγματευτούμε».
Τα βλέμματά μας συναντήθηκαν με την αμοιβαία αναγνώριση του αδιεξόδου. Το μόνο που απέμενε να κάνουμε ήταν να συμφωνήσουμε στο τι θα λέγαμε στη συνέντευξη Τύπου που θα ακολουθούσε μετά τη συνάντησή μας. Στόχος μου ήταν να μην ειπωθεί κάτι που να ενίσχυε τη μαζική απόσυρση καταθέσεων και την καθοδική πορεία των μετοχών των τραπεζών. Του πρότεινα να γράψει σ’ ένα χαρτί τι θα έλεγε και να κάνω κι εγώ το ίδιο ώστε να συμφωνήσουμε από πριν για τις δηλώσεις και των δυο μας.
Ο Γερούν πρότεινε ένα πρώτο σχέδιο δικού του λόγου, έκανα μερικές διορθώσεις, του έδωσα το δικό μου προσχέδιο, το δέχθηκε ως είχε και συμφωνήσαμε. Πριν βγούμε από το γραφείο, με κατεύθυνση προς την αίθουσα Τύπου του υπουργείου, του είπα πως ήταν καλύτερα να μη δεχθούμε ερωτήσεις από τους δημοσιογράφους. Επέμεινε ότι έπρεπε να απαντήσουμε σε τουλάχιστον δύο. Θορυβήθηκα, καθώς ήμουν σίγουρος ότι θα χρησιμοποιούσε εκείνο το μέρος της συνέντευξης Τύπου για να τεντώσει λίγο τα νεύρα των αγορών – αρκετά για να επιταχύνει λίγο τη φυγή καταθέσεων (το bank run) την οποία είχε πρωτοπροκαλέσει η τρόικα λίγες εβδομάδες νωρίτερα. Για να μη θεωρηθεί ότι θέλω να φιμώσω τον Τύπο, συμφώνησα.
Η αίθουσα Τύπου ήταν ασφυκτικά γεμάτη. Όταν οι τηλεοπτικές κάμερες άρχισαν να ρολάρουν και ξεκίνησε η ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση, ο θόρυβος υποχώρησε και έτσι μου δόθηκε η ευκαιρία για τις καθιερωμένες αβρότητες. Πολύ γρήγορα πέρασα στο σύντομο κείμενο, στο οποίο είχε συμφωνήσει ο Γερούν, όπου μιλούσα για μια νέα αρχή στη σχέση της Ελλάδας με τους πιστωτές της και το Eurogroup. Κάθε λέξη είχε συμφωνηθεί εκ των προτέρων. Ο συνομιλητής μου σεβάστηκε κι εκείνος με τη σειρά του τη συμφωνία μας και δεν απομακρύνθηκε από το συμφωνημένο κείμενό του, το οποίο παρουσίαζε τη συναρπαστική συνάντησή μας ως εάν να ήταν άλλη μία από τις βαρετές συζητήσεις ιθυνόντων. Όλα καλά ως εκεί. Μετά ξεκίνησαν οι ερωτήσεις.
Η πρώτη απευθύνθηκε στον Γερούν. Θα ήταν σύμφωνος με τη σύγκληση διεθνούς διάσκεψης για το χρέος της Ελλάδας, παρόμοιας με εκείνη του Λονδίνου το 1953, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την ουσιαστική ελάφρυνση του χρέους της Γερμανίας; Η απάντησή του ήταν ότι η Ευρώπη είχε ήδη μια μόνιμη διάσκεψη για το χρέος – το… Eurogroup! Χαμογέλασα με την απάντησή του, σημειώνοντάς την στο μυαλό μου, για να τη χρησιμοποιήσω την κατάλληλη στιγμή. Το δεύτερο ερώτημα απευθύνθηκε σε μένα. Θα μπορούσα να συνεργαστώ με την τρόικα; Η απάντησή μου ήταν πλήρως εναρμονισμένη με όσα είχα πει στον Γερούν στο γραφείο μου:
Θα κάνω ένα μόνο σχόλιο για την τρόικα. Υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ των θεσμοθετημένων θεσμών, των διεθνών οργανισμών τους οποίους η ελληνική κυβέρνηση θεωρεί εταίρους της – όπως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που είναι και δική μας κεντρική τράπεζα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που είναι το εκτελεστικό όργανο της Ευρωπαϊκής μας Ένωσης, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, του οποίου η Ελλάδα είναι, με υπερηφάνεια, ιδρυτικό μέλος. Αλλά με την τρόικα, μια επιτροπή υπαλλήλων εντεταλμένη να επιβάλει ένα πρόγραμμα το οποίο έχουμε απορρίψει, δε θα συνεχίσουμε να συνεργαζόμαστε ως εάν να μην άλλαξε κάτι στις εκλογές της περασμένης Κυριακής. Μόνο με τους νόμιμους θεσμούς της ευρωζώνης και το ΔΝΤ θα συνεργαστούμε. Με την τριμερή επιτροπή μεσαίων στελεχών της τρόικας, με αυτή τη σαθρά οργανωμένη επιτροπή, η οποία είναι αντιευρωπαϊκής λογικής, δεν έχουμε στόχο να συνεργαστούμε.
Ήταν η ίδια επισήμανση που μόλις είχα κάνει στον Γερούν στο γραφείο μου και στην οποία δεν είχε φέρει καμία αντίρρηση: ναι στη στενή και καλή συνεργασία με τους θεσμούς, όχι όμως στις διαδικασίες της τρόικας οι οποίες ήταν ταπεινωτικές, αναποτελεσματικές και παραθεσμικές.
Καθώς άκουγε στο ακουστικό του τη μετάφραση της απάντησής μου, μια έκφραση έντονης αποδοκιμασίας σχηματίστηκε στο πρόσωπο του Γερούν Ντάισελμπλουμ. Όταν τελείωσε η μετάφραση, έβγαλε με θυμό το ακουστικό του, έσκυψε στο αυτί μου και ψιθυριστά μου είπε: «Μόλις σκότωσες την τρόικα!» «Ουάου!» απάντησα. «Αυτό είναι ένα κομπλιμέντο που δεν άξιζα». Γυρνώντας απότομα, ο Γερούν σηκώθηκε για να βγει από την αίθουσα. Κατάφερα όμως να σηκωθώ ταυτόχρονα με εκείνον και να του προσφέρω το χέρι μου. Σάστισε με τη χειρονομία μου και καθώς έπρεπε να με προσπεράσει για να φτάσει στην έξοδο, πήρε αδέξια το χέρι μου με το δικό του χωρίς όμως να σταματήσει την κίνηση του σώματός του προς την έξοδο. Έτσι, οι φωτογράφοι απαθανάτισαν μια σκηνή που έκανε τον γύρο του κόσμου: έδειχναν έναν αγενή πρόεδρο του Eurogroup να περνά δίπλα μου, κοιτάζοντας προς την έξοδο αλλά με το χέρι του στο δικό μου – μια ανολοκλήρωτη, μετέωρη χειραψία που συμβόλιζε άψογα τα τεκταινόμενα.
Οι δρόμοι της Αθήνας δε θα ήταν ποτέ οι ίδιοι για μένα μετά από εκείνη τη συνέντευξη Τύπου. Οδηγοί ταξί, ηλικιωμένες γυναίκες, μαθητές, αστυνομικοί, συντηρητικοί οικογενειάρχες, εθνικιστές αλλά και οι ακροαριστεροί αμφισβητίες των πάντων – όλοι ανεξαιρέτως, μια ολόκληρη κοινωνία της οποίας το αίσθημα υπερηφάνειας και αξιοπρέπειας είχε πληγεί από την υποτέλεια των προηγούμενων κυβερνήσεων προς την τρόικα και τους πολιτικούς προϊσταμένους τους, θα με σταματούσαν στον δρόμο ευχαριστώντας με για εκείνη τη σύντομη στιγμή. Θυμάμαι οδηγό λεωφορείου να σταματά το λεωφορείο του στη μέση της Πανεπιστημίου για να βγει και να σφίξει το χέρι μου.
Από τότε βέβαια διέβλεπα το αντίτιμο εκείνης της δημοφιλίας. Τα μέσα μαζικής αποβλάκωσης, το κατεστημένο των Βρυξελλών που παρακολουθούσε εναγωνίως την Ελληνική Άνοιξη (όπως την ονόμασαν οι ίδιοι) και η εγχώρια ολιγαρχία θα με θεωρούσαν πλέον τον υπ’ αριθμόν 1 εχθρό. Όσο ενισχύονταν η ζεστασιά του κόσμου και ο ενθουσιασμός στους δρόμους, τόσο πολλαπλασιάζονταν οι επιθετικοί προσδιορισμοί του τύπου νάρκισσος, αυθάδης, αναιδής, ακόμα και ψυχοπαθής. Όμως το πιο εντυπωσιακό που συνέβη εκείνες τις μέρες ήταν ότι βουλευτής της αντιπολίτευσης πόσταρε στα κοινωνικά δίκτυα μήνυμα υποστήριξης προς τον πρόεδρο του Eurogroup γράφοντας: «Κράτα γερά, Γερούν!» Διαβάζοντάς το αναρωτήθηκα αν απλώς δεν ήξερε για το αντίστοιχο «Βάστα, Ρόμελ!» των μαυραγοριτών επί Κατοχής. Ή αν το γνώριζε καλά και επέλεξε να γίνει ο συνεχιστής εκείνης της μαύρης παράδοσης.
Πέρα από το άσβεστο μίσος του ελληνικού τριγώνου της αμαρτίας προς το πρόσωπό μου, τα καμώματα του Γερούν στη συνέντευξη Τύπου είχαν ένα πιο απτό αποτέλεσμα. Το Χρηματιστήριο Αθηνών έπεσε σε νέα ιστορικά χαμηλά. Οι τιμές των μετοχών των τραπεζών μειώθηκαν ακόμη ταχύτερα, ενώ οι αποσύρσεις καταθέσεων επιταχύνθηκαν. Αποχωρώντας από τη συνέντευξη Τύπου συνειδητοποίησα ότι δεν υπήρχε ούτε στιγμή για χάσιμο. Είχε έρθει η ώρα να πάρω των ομματιών μου και να κινήσω για την Εσπερία με διττό σκοπό, από τη μία τον κατευνασμό των αγορών και από την άλλη τη διερεύνηση του βαθμού στον οποίο το τελεσίγραφο του Γερούν εξέφραζε το ΔΝΤ, το υπόλοιπο Eurogroup και ιδίως τις γερμανικές και γαλλικές κυβερνήσεις.
Καθώς επέστρεφα στο γραφείο, η γραμματέας μου με πληροφόρησε ότι ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών με προσκαλούσε αμέσως στο Παρίσι. Αυτή θα ήταν η πρώτη στάση στο ταξίδι μου, όπου, πέρα από τις επίσημες συναντήσεις με τους Γάλλους ομολόγους μου, προγραμματίστηκαν τέσσερις μυστικές συναντήσεις: με τον διευθυντή του ευρωπαϊκού γραφείου του ΔΝΤ Πόουλ Τόμσεν, με τον Ευρωπαίο επίτροπο Οικονομικών Υποθέσεων Πιερ Μοσκοβισί, με το νούμερο 2 της ΕΚΤ Μπενουά Κερέ και με την αρχηγό του επιτελείου του προέδρου Ολλάντ.
Επόμενη στάση μου θα ήταν το Λονδίνο, εκεί όπου χτυπά η καρδιά των αγορών. Τις προηγούμενες μέρες ήμουν σε επαφή με τον Νόρμαν Λάμοντ, ο οποίος οργάνωσε μια σειρά από σημαντικές συναντήσεις, ξεκινώντας με τον υπουργό Οικονομικών της Βρετανίας Τζορτζ Όσμπορν, τον Μάρτιν Γουλφ (τον βασικό σχολιαστή οικονομικών υποθέσεων των Financial Times), τον προκάτοχο του Πόουλ Τόμσεν στο ΔΝΤ κ.ά. Επιπλέον, και αυτό ίσως ήταν το σημαντικότερο, εκπρόσωποι της Deutsche Bank στο Λονδίνο διοργάνωσαν συνάντησή μου με περισσότερους από 200 «ανθρώπους των αγορών» που ήθελαν να συνομιλήσουμε. Μετά το Λονδίνο θα ταξίδευα στη Ρώμη για να δω τον υπουργό Οικονομικών της Ιταλίας Πιερ Κάρλο Παντοάν, προτού πετάξω στη Φρανκφούρτη για την πρώτη επίσημη συνάντησή μου με τον Μάριο Ντράγκι και το υπόλοιπο εκτελεστικό συμβούλιο της ΕΚΤ, στον απαστράπτοντα, ολοκαίνουριο ουρανοξύστη τους.
Καθώς έμπαινα στο γραφείο, κάλεσα τον Ευκλείδη για να του πω τα νέα: «Αναχωρούμε μεθαύριο, Ευκλείδη». Εκείνος διαμαρτυρήθηκε λέγοντας ότι έπρεπε πρώτα να βάλει μια τάξη στο υπουργείο του. Τον διέκοψα: η όλη ουσία της σύγκρουσής μου με τον Αλέξη για να υπουργοποιηθεί ήταν για να τον παίρνω μαζί μου στα ταξίδια στην Ευρώπη. Συμφώνησε. «Τουλάχιστον θα μπορώ να κρατώ τις δεξιές σου τάσεις υπό έλεγχο, ειδικά κοντά στους συντρόφους σου τους τόρηδες», είπε μισοαστειευόμενος.
Μόνος στο γραφείο μου, κάθισα για να πάρω μια ανάσα. Το κινητό μου χτύπησε. Ήταν η Δανάη, που καλούσε από το Όστιν. Πώς ήμουν; Δε θα μπορούσα να είμαι καλύτερα, αστειεύτηκα. Της έδωσα το περίγραμμα των γεγονότων της ημέρας μαζί με το πλάνο της πρώτης ευρωπαϊκής μου περιπλάνησης. Μου απάντησε περιγράφοντας τις δικές της συγκρούσεις με τους μικρούς τυράννους που διοικούσαν την πολυκατοικία μας στο Όστιν και τη γραφειοκρατία που έβαζαν στο διάβα της καθώς προσπαθούσε να κλείσει το διαμέρισμά μας και να στείλει τα υπάρχοντά μας στην Αθήνα. Και τότε με ρώτησε αν ένιωθα καταβεβλημένος. Απάντησα ότι ήταν ο εσωτερικός εχθρός που με φόβιζε περισσότερο, το ντόπιο κατεστημένο με τα πλοκάμια του βαθιά μέσα στο υπουργείο. Η μόνη ανησυχία της Δανάης ήταν η ενότητα της δικής μας πλευράς: «Αν ο Αλέξης και εσείς μείνετε ενωμένοι, τότε θα πετύχετε».
Εσωτερικό μέτωπο
Έμεναν είκοσι τέσσερις ώρες πριν πετάξω για το Παρίσι, αλλά ο πόλεμος εναντίον του εγχώριου κατεστημένου δεν μπορούσε να περιμένει την επιστροφή μου. Γύρω στις 8 μ.μ. συναντήθηκα με τον Γιώργο Κουτσούκο, διευθυντή του υπουργικού γραφείου μου, και τον Βασίλη. Την κήρυξη του πολέμου εναντίον της ολιγαρχίας την είχα κάνει πριν από τις εκλογές. Σε συνέντευξή μου στον Πολ Μέισον στο δελτίο ειδήσεων του βρετανικού Channel 4 είχα δηλώσει: «Θα καταστρέψουμε τη βάση πάνω στην οποία έχτισαν επί δεκαετίες ένα σύστημα, ένα δίκτυο, που ρουφάει ακόλαστα την ενέργεια και την οικονομική δύναμη όλων των κοινωνικών στρωμάτων». Είχε έρθει η ώρα να προσπαθήσουμε να κάνουμε πραγματικότητα εκείνα τα μεγάλα λόγια. Με τον Γιώργο και τον Βασίλη να κρατούν σημειώσεις, ετέθη επί χάρτου η ατζέντα:
-
Εντοπισμός όχι απλώς των εκατοντάδων φοροφυγάδων του ελλόχευαν στη λίστα Λαγκάρντ αλλά εκατοντάδων χιλιάδων μεγαλοφοροφυγάδων για την περίοδο 2000-2014 (που δε βρίσκονταν σε καμία υπάρχουσα λίστα)
-
Σπάσιμο της συμπαιγνίας μεταξύ των αλυσίδων των σούπερ μάρκετ
που εκμεταλλεύονται τους καταναλωτές και τους προμηθευτές τους
-
Προστασία των απελπισμένων από την εισβολή 16.000 νέων ντεομηχανών (VLT) που η προηγούμενη κυβέρνηση είχε αδειοδοτήσει τον ΟΠΑΠ να εισαγάγει
-
Ισχυροποίηση του γενικού επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης με την επανασύσταση της Οικονομικής Επιθεώρησης στο Υπουργείο Οικονομικών, νέο σύστημα αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων, κυκλική αντικατάσταση των εφοριακών, προκειμένου να αποφεύγονται τα «στεγανά» και «κώλυμα εντοπιότητας», και καταγραφή της δημόσιας περιουσίας που παρέμενε υπό τον έλεγχο του Υπουργείου Οικονομικών
-
Σχεδιασμός της πολιτικής μας εναντίον του άντρου της διαφθοράς, που ήταν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες της Ελλάδας
«Τι γίνεται με τα μέσα ενημέρωσης;» ρώτησε ο Βασίλης πριν πιάσουμε δουλειά.
«Ο Παππάς είναι υπεύθυνος γι’ αυτό τον συρφετό», του είπα.
«Ο καλός σου σύντροφος, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο φίλος μου κοιτάζοντας με νόημα.
«Αντιλαμβάνομαι έναν σαρκασμό εδώ, Βασίλη;» ρώτησα.
«Το ερώτημα είναι αν μπορείς να αντιληφθείς το γεγονός ότι ο σύντροφός σου καταφέρεται δεξιά και αριστερά εναντίον σου», μου ανταπάντησε. Δεν ήταν κάτι που ήθελα να ακούσω, διότι φοβόμουν πολύ ότι μπορεί να αληθεύει – κάτι που θα σήμαινε το τέλος προτού καν ξεκινήσουμε.
Ευοίωνος αλγόριθμος
Ένα προς ένα τα πεδία μάχης χαρτογραφήθηκαν και αποφασίστηκε η στρατηγική μας για το καθένα. Για το μέγα ζητούμενο της εκστρατείας αποκάλυψης εκατοντάδων χιλιάδων μεγαλοφοροφυγάδων, ο Γιώργος πρότεινε να διορίσω τον Παναγιώτη Δάνη ως ειδικό γραμματέα του ΣΔΟΕ (του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος) – έναν βετεράνο του ΣΔΟΕ που άφησε πίσω του εξαιρετικές εντυπώσεις και τον οποίο διέπνεε θα έλεγα μια πατριωτική μανία να πετύχουμε τον στόχο μας.
Το ΣΔΟΕ ήταν το κλειδί στην προσπάθειά μας. Ήταν το μοναδικό σώμα ή τμήμα των φοροδιωκτικών αρχών του υπουργείου που η τρόικα δεν είχε πάρει υπό την κηδεμονία της. Απογυμνωμένο από πολλές αρμοδιότητες και από προσωπικό, το ΣΔΟΕ ήταν μια σκιά του παλιού εαυτού του. Παρ’ όλα αυτά, το γεγονός ότι παρέμεινε κάτω από τον έλεγχό μου το καθιστούσε ιδανικό θεμέλιο για την οικοδόμηση μιας ομάδας αδιάφθορων, με επικεφαλής τον Δάνη.
Το κυνήγι μεγαλοφοροφυγάδων, αν ακολουθούσαμε την πεπατημένη, ήταν στην καλύτερη περίπτωση μια ουτοπία. Με τους ελεγκτές και το προσωπικό που είχαμε θα χρειάζονταν πολλά χρόνια μόνο για να εντοπίσουμε κάποιους λίγους φοροφυγάδες και δεκαετίες για να φτάσουμε στο σημείο να πληρώσουν. Όποιον πιάναμε τα δικαστήρια θα του έδιναν δικάσιμο το 2019 και με τις εφέσεις θα χανόμασταν σε ένα άνευ σημασίας μέλλον. Μάλιστα, όσο περισσότερους θα πιάναμε, τόσο θα φράκαρε το δικαστικό σύστημα. Χρειαζόμασταν μια διαφορετική προσέγγιση. Μόλις ο Δάνης ανέλαβε λίγες μέρες αργότερα, συμφωνήσαμε στην εξής στρατηγική:
-
Στο Υπουργείο Οικονομικών θα δημιουργούσαμε, με υπουργική μου απόφαση, Ειδική Ομάδα Εργασίας με επικεφαλής τον Δάνη και μέλη από το ΣΔΟΕ, τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων και, ει δυνατόν, την ημιαυτόνομη, υπό την τρόικα, Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων.
-
Κατόπιν, θα χρησιμοποιούσα ό,τι όπλο διέθετα ώστε να «πειστούν» οι τράπεζες να μας δώσουν σε ηλεκτρονική μορφή όλες τις μεταβιβάσεις μεταξύ λογαριασμών (τόσο εντός της χώρας όσο και από ελληνικούς λογαριασμούς σε ξένους) για την περίοδο 2000-2014.
-
Το επόμενο στάδιο θα ήταν η δημιουργία ενός καινοτόμου αλλά σχετικά απλού λογισμικού (δηλαδή, προγράμματος υπολογιστή) το οποίο θα έκανε το εξής: χρησιμοποιώντας ως πρώτη ύλη τις ετήσιες χρηματικές ροές κάθε τραπεζικού λογαριασμού κάθε ΑΦΜ (δηλαδή κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου), το λογισμικό θα προέβαινε σε εκτίμηση των ετήσιων εισοδημάτων ή τζίρων του εν λόγω ΑΦΜ.
-
Η αντιπαραβολή των κατά προσέγγιση ανά ΑΦΜ εισοδημάτων με τα δηλωθέντα εισοδήματα αρκούσε ώστε σε δευτερόλεπτα το σύστημα να σήκωνε κόκκινες σημαίες δίπλα από τους ΑΦΜ των οποίων τα εισοδήματα που αντανακλούσαν οι τραπεζικές κινήσεις απέκλιναν σημαντικά (π.χ. πάνω από 100.000 ευρώ) από τα δηλωθέντα εισοδήματα.