Ποιός ευθύνεται περισσότερο για την σκληρή λιτότητα στην ευρωζώνη και την σαθρή αρχιτεκτονική του ευρώ; Οι άγνωστες πτυχές της γαλλο-γερμανικής σύγκρουσης
Από όλους τους Ευρωπαίους πολιτικούς που δεν ηγήθηκαν ποτέ των χωρών τους, ο Ζακ Ντελόρ και Βόλφγκανγκ Σόιμπλε είχαν τον μεγαλύτερο αντίκτυπο στην σημερινή Ευρώπη. Μεταξύ τους, οι δύο πολιτικοί, που απεβίωσαν εντός του ίδιου εικοσιτετράωρου τον περασμένο Δεκέμβρη, διαμόρφωσαν την σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση, με όλα της τα συμπαρομαρτούντα. Οι θητείες τους μπορεί να μην συνέπεσαν ακριβώς, αλλά η σύγκρουση των σχεδίων τους έγραψε Ιστορία. Και, μολονότι η σημασία των δύο ανδρών αναγνωρίζεται ευρέως, αυτό που δεν έχει γίνει κατανοητό είναι ότι πίσω από την σημερινή υστέρηση της Ευρώπης (οικονομική, ηθική και γεωπολιτική) κρύβεται η μεταξύ τους σύγκρουση.
Κρίνοντας από τους επικήδειους και τις νεκρολογίες, οι δύο άνδρες θα μείνουν στη Ιστορία με γνώμονα τις φαινομενικές διαφορές τους: Ο Ντελόρ ως ο φανταχτερός γάλλος ρωμαιοκαθολικός σοσιαλδημοκράτης του οποίου το όνειρο μιας κεϋνσιανής Ευρώπης ήταν o εφιάλτης της Βρετανίδας πρωθυπουργού Μάργκαρετ Θάτσερ. Κι ο Σόιμπλε ως ο αυστηρός γερμανός νομικός του οποίου ο δημοσιονομικός καλβινισμός τρομοκρατούσε τους υπουργούς οικονομικών των ελλειμματικών χωρών της ΕΕ. Ενώ κι οι δύο έχουν αναγνωριστεί ως σημαντικοί ευρωπαϊστές, και ως εκ τούτου εχθροί των ευρωσκεπτικιστών, ο Ντελόρ παρουσιάζεται ως ο πιο ανυπόμονος φεντεραλιστής, σε αντίθεση με τον Σόιμπλε ο οποίος φέρεται ως απρόθυμος να παραχωρήσει τις εξουσίες του γερμανικού κοινοβουλίου στις Βρυξέλλες.
Τίποτα από αυτά δεν είναι ψευδές. Όμως, όλα μαζί συνθέτουν μια, συνολικά, παραπλανητική απεικόνιση των κινήτρων και των πράξεων των δύο πολιτικών.
Η στρατηγική στροφή του Ντελόρ
Όταν το 1984 ο τότε καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας Χέλμουτ Κολ έδινε στον Σόιμπλε την πρώτη του θέση στο υπουργικό συμβούλιο, ένα υπουργείο χωρίς χαρτοφυλάκιο με αντικείμενο τις σχέσεις Δυτικής-Ανατολικής Γερμανίας, ο Ντελόρ βρισκόταν ήδη στον τρίτο χρόνο μιας εφιαλτικής θητείας ως ο πρώτος υπουργός Οικονομικών του Πρόεδρου Φρανσουά Μιτεράν. Η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου του Μιτεράν, μια συμμαχία του Σοσιαλιστικού και του Κομμουνιστικού Κόμματος, είχε εκλεγεί τον Ιούλιο του 1981 με λαϊκή εντολή κατά της λιτότητας και με πρόταγμα την «εξισωτική ανάπτυξη». Σχεδόν αμέσως μετά τις εκλογές εκείνες, το γαλλικό κεφάλαιο άρχισε να αποδρά μαζικά προς την Γερμανία. Για να σταματήσει την αιμορραγία, ο Ντελόρ έπρεπε είτε να υποτιμήσει σημαντικά το φράγκο είτε να αυξήσει τα επιτόκια σε επίπεδα καταστροφικά για την οικονομία.
Στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Μηχανισμού (EMS), τον οποίο η Γερμανία και η Γαλλία είχαν ιδρύσει μετά βαΐων και κλάδων το 1978, η συναλλαγματική ισοτιμία ήταν σταθερή και οποιαδήποτε υποτίμηση του φράγκου απαιτούσε την συγκατάθεση της Γερμανίας. Για να την παραχωρήσει, η γερμανική κυβέρνηση απαίτησε ένα βαρύτατο τίμημα: την μείωση των πραγματικών μισθών στη Γαλλία (πάγωμα των μισθών εν μέσω υψηλού πληθωρισμού) την οποία η κυβέρνηση Μιτεράν είχε εκλεγεί για να αποτρέψει.
Έτσι, ο Ντελόρ βρέθηκε με δύο επιλογές: να σκίσει τη συνθήκη του EMS ώστε να υποτιμήσει μονομερώς το φράγκο ή να ανεβάσει τα επιτόκια στο ιλιγγιώδες 25%. Επέλεξε το δεύτερο. Κι όμως, τα κεφάλαια συνέχισαν να εγκαταλείπουν την Γαλλία, ενώ το κατά κεφαλήν γαλλικό εισόδημα μειώθηκε περισσότερο από 10% μέσα σε τρία χρόνια. Έως να φτάσει στα μέσα του το έτος 1983, ο Ντελόρ είχε υιοθετήσει πλήρη λιτότητα (συμπεριλαμβανομένου του παγώματος των μισθών που απαιτούσε η Γερμανία ), οι αριστεροί υπουργοί είχαν παραιτηθεί, και η Γαλλία είχε υιοθετήσει πλήρως την γερμανική πολιτική «ανταγωνιστικού αποπληθωρισμού», η οποία γέννησε τις πολιτικές του «ισχυρού φράγκου» καθ’ όλη τη δεκαετία του 1990.
Επρόκειτο για την ταφόπλακα της σοσιαλδημοκρατικής ατζέντας του Μιτεράν, όπως όλα έδειχναν; Όχι, είπε ο Ντελόρ στον Μιτεράν, τον οποίο έπεισε πως για να καταπολεμήσουν την λιτότητα σε ευρωπαϊκό επίπεδο έπρεπε πρώτα να την υιοθετήσουν, και επιβάλουν, πλήρως στο εσωτερικό της Γαλλίας. Οι φιλεργατικές πολιτικές εντός της Γαλλίας, υποστήριξε ο Ντελόρ, θα ηττούνταν πάντα από τις χρηματοπιστωτικές αγορές της αγγλόσφαιρας (δηλαδή, τις χρηματαγορές του Λονδίνου και της Νέας Υόρκης) οι οποίες πάντα θα στοιχημάτιζαν εναντίον του φράγκου, ανεβάζοντας το κόστος δανεισμού του γαλλικού κράτους, προκαλώντας τη φυγή κεφαλαίων στη Γερμανία και φέρνοντας έτσι την υποτίμηση τόσο του γαλλικού νομίσματος όσο και του γαλλικού κράτους.
Ο μόνος τρόπος για να υλοποιήσουν την ατζέντα του 1981, έλεγε ο Ντελόρ στον Μιτεράν, ήταν να πείσουν τις διεθνείς χρηματαγορές ότι τα στοιχήματά τους κατά του φράγκου ήταν μάταια, επειδή το φράγκο ήταν πλέον άρρηκτα συνδεδεμένο με το πανίσχυρο γερμανικό μάρκο. Και το δια ταύτα του επιχειρήματος του Ντελόρ; Η σοσιαλδημοκρατική τους ατζέντα θα μπορούσε ακόμα να θριαμβεύσει, αλλά μόνο σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Επρόκειτο πραγματικά για ένα τεράστιο σχέδιο ναπολεόντειου βεληνεκούς που ουσιαστικά απαιτούσε την «κατάληψη» της Μπούντεσμπανκ (της γερμανικής κεντρικής τράπεζας) με στόχο την υιοθέτηση του γερμανικού μάρκου από το Παρίσι (μέσω μιας επίσημης νομισματικής ένωσης) προτού, με κάποιο τρόπο, οι γερμανικές ελίτ πειστούν να υιοθετήσουν την ατζέντα των γάλλων σοσιαλδημοκρατών σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Πεισμένος από αυτή την ανάλυση, το 1985 ο Μιτεράν χρησιμοποίησε την επιρροή του ώστε να δρομολογήσει τον διορισμό του Ντελόρ στην προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής – της Κομισιόν. Από τις Βρυξέλλες, πλέον, ο Ντελόρ, μέσα από τα γνωστά σε εμάς «πακέτα» και ιδίως την περίφημη Επιτροπή Ντελόρ δρομολόγησε με την σειρά του την δημιουργία της ενιαίας αγοράς και, το βασικό του μέλημα, του ευρώ.
Σε αντίθεση με τους αυθεντικούς φεντεραλιστές που επιδίωκαν μια πλήρη αστικοδημοκρατική ομοσπονδιακή πολιτική ένωση, ο Μιτεράν και ο Ντελόρ δεν είχαν ποτέ σκοπό να τερματίσουν το διακυβερνητικό πλαίσιο λήψης αποφάσεων (intergovernmental decision making process) στην Ευρώπη. Απέρριπταν την ομοσπονδοποίηση θεωρώντας απαραίτητη την διατήρηση της γαλλικής εθνικής κυριαρχίας επί του γαλλικού κράτους όχι μόνο για λόγους πατριωτικούς αλλά, όπως πίστευε ακράδαντα ο Ντελόρ, επειδή ο μόνος τρόπος να γίνει η Ευρώπη σοσιαλδημοκρατική ήταν να ηγείται της ίδρυσής της το γαλλικό κράτος. Έτσι, Ντελόρ και Μιτεράν δικαιολογούσαν γιατί επέμεναν ότι οι αποφάσεις της ΕΕ έπρεπε να συνεχίσουν να παίρνονται όπως συνέβαινε από το 1950: στο πλαίσιο ενός καρτέλ που η αντιπροσωπευτική αστική δημοκρατία μένει εκτός των διαδρόμων και των αιθουσών στις οποίες λαμβάνονται οι σοβαρές αποφάσεις. Αυτό που επιθυμούσαν, σε επίπεδο Βρυξελλών, ήταν μια νομισματική ένωση που θα γεννούσε, αυθόρμητα, μια δημοσιονομική (αλλά όχι πολιτική) ένωση – επί της οποίας η Γαλλία θα κυριαρχούσε. (*)
Η αντίδραση του Σόιμπλε
Στην Μπούντεσμπανκ κατάλαβαν αμέσως τι προσπαθούσε να κάνει ο Ντελόρ. Από το 1983 μέχρι σήμερα, η Φρανκφούρτη, όπου έχει την έδρα της η κεντρική τράπεζα της Γερμανίας, θα προέβαινε στη μία επιθετική νομισματική κίνηση μετά την άλλη τιμωρώντας το Παρίσι κάθε φορά που επανερχόταν στην επιφάνεια το σχέδιο του Ντελόρ. Από τους πολιτικούς της γερμανικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης, ο Σόιμπλε ήταν εκείνος που ανέλαβε, σχεδόν «εργολαβικά», τον ρόλο του πολιτικού εκφραστή του σχεδίου της Μπούντεσμπανκ κόντρα στο σχέδιο του Ντελόρ να «αγκαλιάσει» το γερμανικό μάρκο.
Ο Σόιμπλε είχε αναγνωρίσει στον Ντελόρ έναν αριστοτέχνη τακτικιστή που οραματιζόταν την Ευρώπη κατ’ εικόνα μιας Μεγάλης Γαλλίας, η οποία θα χρησιμοποιούσε το γερμανικό μάρκο για να χρηματοδοτεί σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές στη Γαλλία και, κάπως λιγότερο, στην υπόλοιπη ΕΕ. Για να αντιμετωπίσουν τον Ντελόρ, Σόιμπλε και Μπούντεσμπανκ αντιπρότειναν μια πολύ μικρότερη νομισματική ένωση η οποία θα περιλάμβανε μόνο κράτη με πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και εξαιρετικά χαμηλά δημοσιονομικά ελλείμματα. Κι η Γαλλία; Κανονικά, πίστευε ο Σόιμπλε, ως δομικά ελλειμματική οικονομία, η Γαλλία έπρεπε (όπως η Ιταλία και βέβαια η Ελλάδα) να μείνει εκτός ευρωζώνης. Όμως, ο Σόιμπλε κατανοούσε την πολιτική και γεωστρατηγική σημασία της συμπερίληψης της Γαλλίας στο κοινό νόμισμα αλλά μόνο υπό την προϋπόθεση ότι οι γάλλοι κυβερνώντες θα αποδέχονταν την απώλεια της κυριαρχίας τους επί του γαλλικού κρατικού προϋπολογισμού – απαραίτητη προϋπόθεση για να παραμείνει βιώσιμη μια ελλειμματική χώρα εντός νομισματικής ένωσης που, επίτηδες, στερείται δημοσιονομικής ένωσης.
Τον Ιούλιο του 1988, ο Ντελόρ πήγε στην Αγγλία για να μιλήσει στο ετήσιο συνέδριο της Βρετανικής Ομοσπονδίας Εργατικών Συνδικάτων – το TUC. Εκείνη την εποχή, τα βρετανικά εργατικά συνδικάτα ζούσαν στον απόηχο τεράστιων ηττών στα χέρια της Θάτσερ η οποία, μόλις ένα χρόνο πριν, είχε θριαμβεύσει για τρίτη συνεχόμενη φορά στις εθνικές εκλογές. Για να το πω απλά: ο Ντελόρ τους βρήκε σε κατάσταση απόγνωσης. Στην ομιλία του, ο Ντελόρ περιέγραψε το όραμά του για μια «Κοινωνική Ευρώπη» των εργαζόμενων, σε αντίθεση με το «κλαμπ των καπιταλιστών», όπως γλαφυρά περιέγραψε την τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (την σημερινή ΕΕ). Κρίνοντας από το παρατεταμένο, και με μεγάλο ενθουσιασμό, χειροκρότημα που ακολούθησε στο τέλος της ομιλίας του, ο Ντελόρ είχε κερδίσει τους εκπροσώπους των βρετανικών συνδικάτων.
Εκείνη την ημέρα, το Εργατικό Κόμμα της Βρετανίας άρχισε τη μετατόπισή του από τον ευρωσκεπτικισμό στην ευρωλαγνεία. Την ίδια μέρα, και για τον ίδιο λόγο, άρχισε να χτυπά κώδωνας κινδύνου στο κεφάλι της Θάτσερ με αποτέλεσμα, δύο μήνες αργότερα, να εκφωνήσει την σημαδιακή της ομιλία στην πόλη Bruges του Βελγίου όπου, για πρώτη φορά, αναφέρθηκε στον τρόμο της απέναντι στο «ευρωπαϊκό υπερκράτος» που σχεδιάζουν «κάποιοι» στις Βρυξέλλες – μια ομιλία που, αναμφισβήτητα, αποτελεί την «σύλληψη» του Brexit.
Η Θάτσερ, όπως κι ο Μιτεράν, είχαν υποτιμήσει την ικανότητα του Σόιμπλε να συντρίψει το σχέδιο Ντελόρ. Βέβαια, στα τέλη του 1988, ήταν εύκολο να πιστέψει κάνεις, ότι οι εξελίξεις ευνοούσαν τον Ντελόρ. Η πτώση του τείχους του Βερολίνου, που ακολούθησε λίγο αργότερα, ήταν θείο δώρο για τον Μιτεράν και τον Ντελόρ καθώς ανέτρεψαν την στρατηγική Σόιμπλε-Μπούντεσμπανκ για μια μικρή νομισματική ένωση μεταξύ, αποκλειστικά, των πλεονασματικών οικονομιών. Κι αυτό γιατί, η αντίθεση της Θάτσερ στη γερμανική επανένωση, δώρισε στον Μιτεράν το όπλο που χρειαζόταν για να εξαναγκάσει τον Κολ να συναινέσει στην Μεγάλη Ευρωζώνη: Αν θέλεις επανένωση, πες ναι στην νομισματική ένωση που, έτσι, κατάληξε να περιλαμβάνει όχι μόνο τη Γαλλία αλλά και άλλες ελλειμματικές χώρες όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία – και τελικά και την Ελλάδα.
Η μάχη για την Ευρώπη
Η αποδοχή της δημιουργίας της μιας μεγάλης και ετερογενούς ευρωζώνης, με αντάλλαγμα την έγκριση της επανένωσης της Γερμανίας από τη Γαλλία, ήταν μια μάχη που ο Σόιμπλε και η Μπούντεσμπανκ ήξεραν ότι θα χάσουν. Αλλά ο Σόιμπλε δεν είχε εγκαταλείψει τον πόλεμο.
Ο Μιτεράν και ο Ντελόρ, αλλά και ο Σόιμπλε και η Μπούντεσμπανκ, ανέκαθεν γνώριζαν ότι η απουσία δημοσιονομικής ένωσης καθιστούσε την ετερογενή νομισματική ένωση εύθραυστη – και πως η επί πλέον απουσία ενός κοινού τραπεζικού συστήματος έκανε το ευρώ ακόμη πιο εύθραυστο. Όλοι τους προέβλεπαν πώς η πρώτη σοβαρή χρηματοπιστωτική κρίση θα ανάγκαζε το πολιτικό προσωπικό της ΕΕ είτε να δημιουργήσουν ένα ομοσπονδιακό υπουργείο Οικονομικών, είτε να διαλύσουν την Μεγάλη Ευρωζώνη, ή να καταδικάσουν την Ευρώπη σε μόνιμη παρακμή. Ωστόσο, βρέθηκαν σε αδιέξοδο εξαιτίας της σύγκρουσης μεταξύ του Ντελόρ (με την υποστήριξη του Μιτεράν), ο οποίος επιθυμούσε εκείνο που η Θάτσερ αντιλαμβανόταν ως ένα δυστοπικό υπερκράτος, και του οράματος του Σόιμπλε (το οποίο υποστήριζε η Bundesbank) για μια μικρότερη ευρωζώνη μέσα σε μια μεγαλύτερη ΕΕ πολλών ταχυτήτων. Έτσι, με το όπλο παρά πόδα, όλοι περίμεναν την επόμενη μεγάλη μάχη, την οποία θα πυροδοτούσε η πρώτη σοβαρή χρηματοπιστωτική κρίση.
Όταν αυτή η μεγάλη κρίση ήρθε, δύο δεκαετίες αργότερα, ο Ντελόρ είχε πλέον συνταξιοδοτηθεί ενώ ο Σόιμπλε ήταν Υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, από όπου κυριαρχούσε στο Eurogroup – το άτυπο (ή μάλλον παράτυπο) συμβούλιο των Υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης. Από τη στιγμή που η κατάρρευση της Lehman Brothers τον Σεπτέμβρη του 2008 πυροδότησε τη διαδοχική χρεοκοπία των γερμανικών και γαλλικών τραπεζών, και την πτώχευση του ελληνικού κράτους δύο χρόνια αργότερα, ο Σόιμπλε ήξερε ότι «το παιχνίδι άρχισε».
Ο Σόιμπλε προέβλεψε ότι οι γάλλοι, στο πλαίσιο της μακράς σκυταλοδρομίας που είχε ξεκινήσει ο Ντελόρ, θα εκμεταλλεύονταν την κρίση για να πιέσουν για τον μακροχρόνιο στόχο τους: τη δημοσιονομική ένωση που θα ξεκινούσε με την αμοιβαιοποίηση μέρους του δημόσιου χρέους (αρχικά της Ελλάδας και κατόπιν και άλλων ελλειμματικών κρατών). Η απωθητική στρατηγική του Σόιμπλε ήταν να αντιπροτείνει, αντί για την αμοιβαιοποίηση, τα πτωχευμένα κράτη να ενθαρρυνθούν και να βοηθηθούν να εγκαταλείψουν το ευρώ. Ξαφνικά, το Grexit έγινε η εναλλακτική που ο Σόιμπλε πρότεινε αντί της σκληρής λιτότητας και της υπέρμετρης εσωτερικής υποτίμησης σε ελλειμματικές χώρες που, ο ίδιος θεωρούσε, δεν έπρεπε ποτέ να έχουν μπει στο ευρώ.
Ως πρακτικός προτεστάντης ορθοφιλελεύθερος (ordoliberal), που είχε επιλέξει την άγνοια των μακροοικονομικών, ο Σόιμπλε πίστευε στη λιτότητα. Το είχε αποδείξει, άλλωστε, κατά τη διάρκεια της επανένωσης της Γερμανίας όπου έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην εξαθλίωση και την βάναυση αποβιομηχάνιση της Ανατολικής Γερμανίας (κάτι που εξηγεί την σημερινή ροπή της προς την Ακροδεξιά) για τον ίδιο ακριβώς λόγο που, μετά το 2010, έγινε ο υπέρμαχος της λιτότητας σε όλη την Ευρώπη: για να διατηρηθεί το μεταπολεμικό, μερκαντιλιστικό, δυτικογερμανικό επιχειρηματικό μοντέλο.
Αυτό όμως που έχει ενδιαφέρον για την περίοδο της οξείας κρίσης του ευρώ είναι ότι ακόμη και ο Σόιμπλε κατάλαβε ότι το επίπεδο λιτότητας που επιβλήθηκε στην Ελλάδα μεταξύ 2010 και 2019 ήταν «υπερβολικά» καταστροφικό. Πώς το ξέρω; Επειδή μου το εξήγησε ο ίδιος γλαφυρά και πειστικά κατά τις πολύωρες συζητήσεις μας στο Βερολίνο και στις Βρυξέλλες το 2015 όταν ανταλλάσσαμε απόψεις για τα αίτια και την φύση της κρίσης. Σε μία από εκείνες τις συζητήσεις, έφτασε μάλιστα στο σημείο να επιβεβαιώσει ότι, κατά την άποψή του, η ευρωζώνη ήταν «λανθασμένα δομημένη» και χρειαζόταν την πολιτική ένωση στην οποία οι γάλλοι αντιστάθηκαν.
«Το ξέρω», του είπα για να τον ενθαρρύνω να συνεχίσει: «Ήθελαν να χρησιμοποιήσουν το μάρκο σας αλλά χωρίς να μοιραστούν την κυριαρχία.» Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά: «Ναι, έτσι είναι. Και δεν θα το δεχτώ», συνέχισε. «Βλέπεις, λοιπόν, ότι ο μόνος τρόπος που μπορώ να κρατήσω αυτό το πράγμα συμπαγές, ο μόνος τρόπος που μπορώ να το διατηρήσω ενωμένο, είναι με μεγαλύτερη πειθαρχία. Όποιος θέλει το ευρώ πρέπει να αποδεχτεί την πειθαρχία. Και θα έχουμε μια πολύ ισχυρότερη ευρωζώνη αν η πειθαρχία αυτή ενισχυθεί από το Grexit». (**)
Ο Σόιμπλε δεν είχε ψευδαισθήσεις. Η έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη δεν είχε να κάνει με την Ελλάδα. Είχε να κάνει με τη Γαλλία και ιδίως με το όραμα του Ντελόρ. Ήθελε να δώσει στους γάλλους ιθύνοντες να καταλάβουν ότι, αν ήθελαν το ευρώ (το οποίο στις συζητήσεις μου το ανέφερε δύο φορές ως μάρκο!), έπρεπε να είναι έτοιμοι να καλωσορίσουν την τρόικα στο Παρίσι και να εγκαταλείψουν επιτέλους το όνειρο του Ντελόρ για μια Μεγάλη Γαλλία με προβιά Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η επιμονή του στο Grexit ήταν, με άλλα λόγια, ένα όχι και τόσο διακριτικό μήνυμα προς τη γαλλική πολιτική κάστα: Όπως κι η Ελλάδα, μόνο εκτός ευρώ μπορείτε να έχετε μια ανάπαυλα από τη λιτότητα.
Τρεις επιλογές
Η λογική θεμελίωση της θέσης του Σόιμπλε ήταν απλή: Δεδομένης της κακής αρχιτεκτονικής της ευρωζώνης, η Ευρώπη μετά το 2008 αντιμετώπιζε τρεις επιλογές, τις οποίες ο ίδιος κατέτασσε ως εξής:
Καλύτερο σενάριο: Μια μικρότερη ομοιογενής ευρωζώνη που θα απαιτεί μόνο «λογική» λιτότητα από τα κράτη-μέλη της καθώς θα επιτρέπει τη διαγραφή χρέους για τις υπερχρεωμένες χώρες, με αντάλλαγμα την έξοδο τους από το ευρώ.
Κακό σενάριο: Διατήρηση της αρχικής ετερογενούς Μεγάλης Ευρωζώνης με το τίμημα της αβάστακτης λιτότητας και της μη διαγραφής χρέους για τις υπερχρεωμένες χώρες.
Απαράδεκτο σενάριο: Το όραμα του Ντελόρ για μια δημοσιονομική ένωση χωρίς την αντίστοιχη πολιτική ένωση – αυτό που η Θάτσερ αποκάλεσε «ευρωπαϊκό υπερκράτος».
Ο στόχος του Σόιμπλε ήταν η μικρότερη ευρωζώνη με το Grexit να αποτελεί το πρώτο βήμα, το μέσο, προς την επίτευξή του. Μέσα σε λίγες ημέρες, η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ θα οδηγούσε την Ιταλία και άλλες ελλειμματικές χώρες να ακολουθήσουν την Ελλάδα στην έξοδο, υλοποιώντας έτσι το αρχικό σχέδιο της Μπούντεσμπανκ για μια μικρή, μερκαντιλιστική ευρωζώνη μέσα σε μια μεγαλύτερη ενιαία ευρωπαϊκή αγορά.
Οι γαλλικές ελίτ, μαζί με τους ομολόγους τους στην Ιταλία, την Ισπανία, την Ελλάδα και αλλού αντιτάχθηκαν σθεναρά στην επιλογή Σόιμπλε-Μπούντεσμπανκ. Όχι βέβαια επειδή έκριναν ότι η έξοδος από το ευρώ προσέκρουε στο «εθνικό συμφέρον» των χωρών μας αλλά, κυνικότατα, επειδή ήθελαν τα εγχώρια περιουσιακά τους στοιχεία να παραμείνουν εκφρασμένα στο μάρκο-ευρώ. Για να κρύψουν το όχι και τόσο ενάρετο κίνητρό τους, οι άρχουσες τάξεις μας προσποιούνταν πως η κρίση του ευρώ σήμανε την ώρα της εφαρμογής του αρχικού σχέδιου του Ντελόρ για δημοσιονομική ένωση. Αλλά η υποκρισία τους κατέστη εμφανής από δύο πράγματα: Πρώτον, το πόσο εύκολα αποδέχθηκαν την άρνηση του Βερολίνου στο σχέδιο Ντελόρ – ούτε για τα μάτια του κόσμου δεν προέβαλαν ενστάσεις στην ακύρωσή του από την Καγκελάριο Μέρκελ. Δεύτερον, το γεγονός ότι οι γάλλοι σοσιαλιστές αποδείχθηκαν – άλλη μια φορά – αρνητικοί στο να συμπληρώσουν την δημοσιονομική ένωση που πρότειναν με την πολιτική ένωση της Ευρώπης (βάζοντας πάνω απ’ όλα τον δικό τους έλεγχο επί των γαλλικών δημοσιονομικών).
Ο Σόιμπλε αισθάνθηκε υποχρεωμένος να τους βάλει στη θέση τους. Ξανά και ξανά τους μήνυε ότι το σχέδιο Ντελόρ ήταν απαράδεκτο, αν μη τι άλλο επειδή ήταν πολιτικά αδύνατο να περάσει από τα διάφορα εθνικά κοινοβούλια. Εάν οι υπερχρεωμένες χώρες, τους είπε, ήθελαν να διατηρήσουν το ευρώ, τότε εκείνοι (οι έλληνες, ιταλοί, γάλλοι κυβερνώντες, όχι οι γερμανοί) έπρεπε να επιβάλουν μαζική, μη βέλτιστη λιτότητα στους λαούς τους. Με άλλα λόγια, αν δεν ήθελαν το «καλό σενάριο» που τους πρότεινε (βλ. πιο πάνω), τότε θα έπρεπε να αρκεστούν στο «κακό». Προς απογοήτευσή του, συμφώνησαν! Το κρίσιμο είναι ότι κι η καγκελάριος του, η Άνγκελα Μέρκελ, υπό την επιρροή και συμπαράσταση του Μάριο Ντράγκι (του προέδρου της ΕΚΤ), τάχθηκε με το μέρος τους και μάλιστα αντιμετώπισε τον υπουργό Οικονομικών της με εμφανή περιφρόνηση.
Τότε, ένας συντετριμμένος Σόιμπλε, αναγκασμένος να συναινέσει στην επιλογή της Μέρκελ, παρά το γεγονός ότι ήξερε καλά πως το «κακό σενάριο» απαιτούσε τεράστια λιτότητα κι ένα τσουνάμι τυπωμένου από την ΕΚΤ χρήματος που θα εγκλώβιζε την Ευρώπη ολόκληρη (όχι μόνο για τις ελλειμματικές χώρες) σε μια πορεία παρακμής, κατέθεσε τα όπλα. Σχεδόν αμέσως, σηματοδότησε στην Μέρκελ την ετοιμότητά του να εγκαταλείψει το υπουργείο Οικονομικών και να ημι-αποσυρθεί από την ενεργό πολιτική. Η Μέρκελ του αρνήθηκε, κι όχι για πρώτη φορά, την τιμή της Προεδρίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας και του πρόσφερε αντί για αυτήν την, ουσιαστικά, υποτιμητική διάκριση της Προεδρίας της Ομοσπονδιακής Βουλής.
Σήμερα, τα σχέδια τόσο του Ντελόρ όσο και του Σόιμπλε θυμίζουν ερείπια, σαν σε αρχαία ελληνική τραγωδία που οι πρωταγωνιστές καταλήγουν ηττημένοι από την πανουργία των περιστάσεων. Ο τρόπος που έγινε η διαχείριση της κρίσης του ευρώ κατέστρεψε τα οράματα και των δύο επιφανών πολιτικών. Από τη μία, εξευτέλισε το όραμα του Ντελόρ για μια Ευρώπη κατ’ εικόνα μιας σοσιαλδημοκρατικής Μεγάλης Γαλλίας. Κι από την άλλη, κατέστρεψε το γερμανικό μεταπολεμικό οικονομικό μοντέλο που ήθελε να προστατεύσει ο Σόιμπλε διατηρώντας το στο επίκεντρο της ΕΕ μια βιομηχανικά ισχυρή, δημοσιονομικά ανεξάρτητη αλλά όχι πολιτικά ηγεμονική Γερμανία.
Όταν ακόμα το ευρώ βρισκόταν στο σχεδιαστήριο, ούτε ο Ντελόρ ούτε ο Σόιμπλε θα μπορούσαν να φανταστούν, ή να συγχωρήσουν, την ανόητη αντίδραση της Ευρώπης στην αναπόφευκτη κρίση του ευρώ. Ο συνδυασμός της μαζικής λιτότητας και του αχαλίνωτου τυπώματος χρήματος υπέρ των τραπεζιτών, που τελικά διατήρησε την ευρωζώνη στην αρχική της μορφή, ήταν ανάθεμα και για τον Ντελόρ και για τον Σόιμπλε.
Παρά την σύγκρουση των σχεδίων τους, οι δύο πολιτικοί θα συμφωνούσαν πως, αφού ξέσπασε η κρίση του ευρώ, είτε έπρεπε να προχωρήσει η δημοσιονομική ένωση (η επιλογή Ντελόρ) είτε να συρρικνωθεί η ευρωζώνη (η επιλογή Σόιμπλε). Αυτό που έγινε, δηλαδή ούτε το ένα ούτε το άλλο, ο Ντελόρ και ο Σόιμπλε θα συμφωνούσαν δρομολόγησε τον πολιτικό κατακερματισμό και την μόνιμη παρακμή της Ευρώπης. Η άνοδος της Ακροδεξιάς, και η πλήρης και εξευτελιστική υποταγή της ΕΕ στο ΝΑΤΟ ακολούθησαν ως φυσιολογική εξέλιξη. Το ότι οι νεκρολογίες των δύο αυτών σημαντικών πολιτικών προσώπων δεν αναφέρουν τίποτα από αυτά είναι ένα ακόμα σύμπτωμα της ευρωπαϊκής παρακμής.
(*) Για περισσότερα επί της συστηματικής προσπάθειας του γαλλικού κατεστημένου να «καταλάβει» την Μπούντεσμπανκ, και την αποτρεπτική στρατηγική της τελευταίας, βλ. Γ. Βαρουφάκης, «Η Αρπαγή της Ευρώπης», Εκδόσεις Πατάκη 2016
(**) Βλ. Γ. Βαρουφάκης, «Ανίκητοι Ηττημένοι», Εκδόσεις Πατάκη 2017
Το πιο πάνω άρθρο αποτελεί απόδοση της μηνιαίας στήλης του Γιάνη Βαρουφάκη στο Project Syndicate