Έχουν περάσει 16 χρόνια και από τότε που είδα τη διαφορά που μπορεί να κάνει η συνεπιμέλεια – το πως μπορεί, μέσα στη στενοχώρια ενός χωρισμού, να αμβλύνει τον πόνο, να στηρίξει τα παιδιά, να βοηθήσει τους γονείς να τα στηρίξουν.
Την ίδια περίοδο που είχα χάσει την κόρη μου, γνώρισα ένα ζευγάρι που κι αυτοί μόλις είχαν χωρίσει – δύο σπίτια, κοντά, μια βδομάδα στο σπίτι του κάθε γονιού, συνεργασία, συνεπιμέλεια… Τους ζήλεψα αφάνταστα…
Η σύγκριση μ’ εκείνο που βίωνα ήταν συντριπτική.
Μόλις είχα συμφιλιωθεί με την ιδέα που συνθλίβει τόσους πατεράδες – την ιδέα ότι θα πρέπει να μάθω να ζω χωρίς την κόρη μου.
Αν και η δική μου περίπτωση ήταν ακραία – Αυστραλία – δεν έχω αμφιβολία ότι χιλιάδες από εσάς τους πατεράδες που μας βλέπετε τώρα, έχετε ζήσει την ίδια απόγνωση, κι ας είναι το παιδί σας πιο κοντά απ’ το δικό μου.
Από αυτό το βήμα, κοιτώ στα μάτια στους πατεράδες που έπρεπε κι εσείς να πιείτε το δηλητήριο της συμφιλίωσης μ’ αυτή την απάνθρωπη ιδέα. Και σας λέω, του λέω:
Ναι, ξέρω, έχω νιώσει κι εγώ,
-
τον πόνο του να είσαι στο αυτοκίνητο έξω από το σπίτι και να μην έχεις το δικαίωμα να μπεις μέσα να δεις την κόρη σου, τον γιο σου
-
τον θυμό που φουντώνει μέσα σου με την σκέψη ότι χρησιμοποιεί το παιδί για να σε εκδικηθεί, ανεξάρτητα αν το κάνει συνειδητά ή ασυνείδητα
-
την αδικία του να σου λένε πως το συμφέρον του παιδιού είναι να μην ζει μαζί σου
-
την στενοχώρια να πρέπει να υποχωρείς συστηματικά σε πράγματα ουσίας για να μην πιαστεί το παιδί, άλλη μια φορά, σε διασταυρώμενα πυρά.
-
την ανημποριά να μάθεις στην κόρη σου, στο γιο σου, πράγματα που δεν έχεις καιρό να τους τα μάθεις τα ΣΚ ή τις διακοπές
-
την αίσθηση ότι μεγάλες αποφάσεις για το μέλλον του παιδιού σου παίρνονται χωρίς εσένα
Θυμάμαι την ασφυξία που προκαλούσε η σκέψη ότι, αν πήγαινα στο δικαστήριο και ζητούσα συνεπιμέλεια, θα έχανα.
Θα είμαι ειλικρινής μαζί σας: Αν μπορούσα να πατήσω ένα κουμπί και να ζει μαζί μου η Ξένια, ή έστω τον μισό χρόνο, άντε το 1/3, θα το πάταγα χωρίς δεύτερη σκέψη.
Όμως, άλλο τι θα ήθελα ως άτομο κι άλλο τι θέλω να μπορεί, ή να μην μπορεί, να κάνει το κράτος στο όνομά μου.
Θυμάμαι συζήτηση με αμερικανό υπέρμαχο της θανατικής ποινής, τότε που ζούσαμε στο Τέξας – την πολιτεία-πρωταθλήτρια στις εκτελέσεις. Με είχε ρωτήσει:
«Αν κάποιος βίαζε και σκότωνε την κόρη σου, την γυναίκα σου, ή και τις δύο, δεν θα τον σκότωνες;» Χωρίς να το σκεφτώ, του απάντησα:
Θα ήθελα να τον πνίξω με τα ίδια μου τα χέρια.
Αλλά δεν θα ήθελα να ζω σε οργανωμένη κοινωνία που μου το επιτρέπει.
Ή σε οργανωμένη κοινωνία που τον δολοφονεί εκ μέρους μου.
Το ίδιο ισχύει και με την συνεπιμέλεια. Ναι, την ήθελα. Διακαώς. Αλλά, αν δεν ήταν δυνατόν να συμφωνηθεί, συναινετικά, όχι, δεν θα ήθελα την οργανωμένη κοινωνία να την επιβάλει για πάρτη μου. Ποτέ δεν θα ήθελα ένα κράτος να νομοθετεί αυτά που εγώ θα ήθελα να γίνουν πάνω στον θυμό και μέσα στην απελπισία μου.
Άλλο μια ευχή κι άλλο η επιβολή της μέσω της βίας, ιδιωτικής ή κρατικής.
Τα πιο όμορφα πράγματα, όταν επιβάλλονται, μεταμορφώνονται σε τερατουργήματα.
Πάρτε την αγάπη. Τον έρωτα. Όταν έρθει αβίαστα είναι το πιο όμορφο πράγμα στον κόσμο. Όταν όμως επιβάλλεται δια της βίας, γίνεται βιασμός.
Έτσι κι η επιμέλεια των παιδιών μετά από χωρισμό:
-
Αν προκύψει συναινετικά, είναι μια όαση στην δυστυχία του χωρισμού.
-
Αν όμως την συνεπιμέλεια την επιβάλει το κράτος, μετατρέπεται σε τραγέλαφο, σε σχήμα οξύμωρο, με θύμα το παιδί.
Το ξαναλέω: Ήθελα διακαώς την συνεπιμέλεια. Όμως, ταυτόχρονα, καταλάβαινα – με πόνο ίσως και με οργή – ότι σωστά δεν είχα δικαιώματα ως μπαμπάς. Ότι μόνο η κόρη μου έχει δικαιώματα.
Συνεπιμέλεια = Συνεργασία. Κι η συνεργασία δεν επιβάλλεται από κανέναν νόμο.
Ευχής έργο το παιδί να έχει δύο ισότιμα σπίτια. Να περνά την μια εβδομάδα στο ένα την άλλη στο άλλο, και όταν μεγαλώσει κάπως να επιλέγει μόνο του τις εβδομάδες και την κατανομή του χρόνου του σε κάθε σπίτι.
Ναι, αλλά αυτό προϋποθέτει πράγματα που κανένας δικαστής δεν μπορεί ούτε να επιβάλει ούτε να εποπτεύσει:
-
Σπίτια που να είναι κοντά ώστε το παιδί να μην αλλάζει σχολείο κάθε εβδομάδα
-
Οικονομική δυνατότητα των γονιών να έχουν ο κάθε ένας ένα αντίστοιχο δωμάτιο για το παιδί
-
Συνθήκες ζωής και δουλειάς και των δύο γονιών για να μπορούν…
Αλλά ακόμα κι αυτές οι προϋποθέσεις να υπάρχουν, απαιτούνται μια σειρά από άλλα πράγματα, κυρίως καλή συνεργασία γονιών-παιδιού, ώστε να λειτουργεί το συστηματικό πήγαινε-έλα.
Θέλω να έρθω σε έναν άλλο φόβο ημών των πατεράδων: Τον φόβο αυτού που κατονομάζεται στο νομοσχέδιό σας ως τον φόβο της αποξένωσης του χωρισμένου πατέρα από το παιδί.
Ναι, είχα τον είχα κι αυτόν τον φόβο, δεν το κρύβω.
Απεδείχθη, όπως συμβαίνει πάντα, ανόητος φόβος. Τα παιδιά δεν αποξενώνονται από γονείς που τα αγαπάνε, ανεξάρτητα από το πόσο συχνά τους βλέπουν.
Προχτές η Ξένια έγινε 17. Έχουμε μάθει να ζούμε την απόσταση. Με Skype της έλεγα παραμύθια, και στην οθόνη την έβλεπα να αποκοιμάται, πολύ πριν εσείς μάθετε για το Skype. Πασχίζαμε να βρισκόμαστε 3 ή 4 φορές το χρόνο, με ότι αυτό συνεπάγεται σε κούραση, έξοδα, αποσταθεροποίηση. Μέχρι να βρεθούμε μετράγαμε τις μέρες κι όταν βρισκόμασταν το κοντέρ μηδενιζόταν κι αρχίζαμε πάλι να μετράμε πόσες μέρες έμεναν μέχρι τον αποχωρισμό. Δεν σας κρύβω ότι η πανδημία ήταν ένα ακόμα απαίσιο πλήγμα – για πρώτη φορά πέρασε πάνω από χρόνος που δεν ειδωθήκαμε, κι ούτε ξέρουμε πότε θα ξαναβρεθούμε καθώς η Αυστραλία μάλλον δεν θα ανοίξει τα σύνορά της πριν τα μέσα του 22.
Παρόλα αυτά ίσως να είμαστε πιο κοντά απ’ ότι θα ήμασταν αν ζούσαμε μαζί.
Με απώλειες βέβαια. Με εκείνο το «Άλλη μια μέρα χωρίς εσένα» στο επίκεντρο σχεδόν κάθε μέρα τόσα χρόνια.
Αλλά άλλο όμως αυτό κι άλλο ο φόβος, άλλο η ψευτο-θεωρία, της αποξένωσης.
Κυρίες και κύριοι της κυβέρνησης:
Όταν δεν υπάρχει η συναινετική οδός προς την συνεπιμέλεια απαιτούνται οικογενειακά δικαστήρια, με εξειδικευμένους δικαστικούς, κοινωνικούς λειτουργούς, ψυχολόγους, κλπ, και μετεγκατάστασή τους σε υποδομές εκτός των συμβατικών δικαστηρίων, με μοναδικό και απόλυτο κριτήριο την προστασία των δικαιωμάτων των παιδιών.
Αντί για αυτά τα ακριβά, εξοπλισμένα, οικογενειακά δικαστήρια, εσείς αλλάζετε τον νόμο: To Οικογενειακό Δίκαιο του 1983 που παραμένει παράδειγμα προς μίμηση, μνημείο προοδευτικής νομοθετικής παρέμβασης και ορθού λόγου.
Σε αυτό το σημείο θέλω, από το βήμα της Βουλής, να αποτίσω τιμή στις γυναικείες οργανώσεις που την δεκαετία του 1970, την Ομοσπονδία Γυναικών Ελλάδας, την Κίνηση Δημοκρατικών Γυναικών, την Ένωση Γυναικών Ελλάδας – με ιδιαίτερη μνεία στην Μαργαρίτα Παπανδρέου, η συνεισφορά της οποίας υποτιμάται τόσο άδικα – και, βέβαια, τις αυτόνομες κινήσεις γυναικών. Σε αυτό το φεμινιστικό κίνημα, και στους φωτισμένους νομικούς όπως ο Μαγκάκης, η Μαραγκοπούλου, ο Κασιμάτης, ο Μάνεσης, οφείλεται το Οικογενειακό Δίκαιο του 1983. Ένα Οικογενειακό Δίκαιο-κόσμημα που η ίδια ΝΔ είχε τότε καταψηφίσει, καθώς διαχρονικά δεν μπορείτε να αποποιηθείτε τον σκοταδισμό. Λυσσαλέα εναντιωθήκατε τότε στη προοδευτικό
Δεν υπάρχουν προβλήματα; Προφανώς και υπάρχουν. Άπειρα. Όχι όμως με τον νόμο. Με την δικαστηριακή πρακτική, με τη εφαρμογή του.
Αλλά εσείς ΕΠΙΛΕΓΕΤΕ να μην αντιμετωπίσετε αυτά τα υπάρχοντα άπειρα προβλήματα. Αντίθετα, επιλέγετε να δημιουργήσετε νέα με αυτό το αισχρό νομοσχέδιο που συνειδητά μετατρέπει μια ΕΥΧΗ σε ΚΡΑΤΙΚΗ ΕΠΙΒΟΛΗ.
Σε αυτό θυμίζετε τους εξτρεμιστές αμερικανούς πολέμιους των αμβλώσεων. Αυτό το Μέγα Παράδοξο: Οι ίδιοι άνθρωποι που υπερθεματίζουν για το δικαίωμα του εμβρύου στη ζωή (ακόμα κι όταν είναι αποτέλεσμα βιασμού) αντιστέκονται σε όλα εκείνα που μπορεί να κάνουν καλύτερη την ζωή των μη προνομιούχων παιδιών – δωρεάν παιδεία, πρόνοια, ανθρώπινοι κατώτατοι μισθοί όταν μεγαλώσουν και πρέπει να εργαστούν.
Έτσι και μ’ εσάς. Με το δικό σας παράδοξο της υποχρεωτική συνεπιμέλειας: Οι ίδιοι που υπερθεματίζετε για την συνεπιμέλεια δεν ενδιαφέρεστε για την δημιουργία και στελέχωση των οικογενειακών δικαστηρίων που μεγιστοποιούν τις πιθανότητες ουσιαστικής συνεπιμέλειας.
Επιστρέφω στους χωρισμένους μπαμπάδες, να σας πω και τούτο: Ο πόνος μας ως χωρισμένοι μπαμπάδες είναι αβάσταχτος.
Κακά τα ψέματα όμως: Πληρώνουμε κι εμείς οι αρσενικοί το αντίτιμο του να ζούμε σε βαθιά σεξιστική, πατριαρχική κοινωνία.
Να γιατί, κάτι που οι περισσότεροι άνδρες αρνούμαστε να λάβουμε σοβαρά υπ’ όψιν μας, ο φεμινισμός δεν αφορά μόνο τις γυναίκες και την χειραφέτησή τους – αφορά και την δική μας χειραφέτηση από συστήματα εξουσίας που επειδή είναι πατριαρχικά έχει κι εμάς τους άνδρες, και ιδίως τους πιο ευαίσθητους άνδρες, ως θύματά της.
Η λύση συνεπώς δεν είναι να συνταχθούμε με το νέο αντιφεμινισμό που εκφράζει η κυβέρνηση Μητσοτάκη και το νομοσχέδιό της σήμερα.
Η λύση είναι να υποστηρίξουμε την πολιτεία να υποστηρίξει τη εξεύρεση συναινετικών λύσεων κι όχι να εφαρμόσει τον ρεβανσισμό της πατριαρχίας – που, όπως έχουμε δει, όπως στηλίτευσε η κα Γιαννάκου, έχει επιστρατεύσει βαθιά ολιγαρχικά πορτοφόλια για την προώθηση του νομοσχέδιου του κ. Τσιάρα.
Η λύση, ναι, είναι ο Νέος Φεμινισμός που διέπει το ΜέΡΑ25 κι ο οποίος συνεχίζει στα βήματα του πρότερου φεμινιστικού κύματος που γέννησε το Οικογενειακό Δίκαιο του 1983 – ένας Νέος Φεμινισμός που θα ενισχυθεί μέσα από τον κοινό αγώνα εναντίον του σημερινού Νομοσχέδιου.
Κλείνοντας, δεν θα έπρεπε να χρειαστεί να θυμίσω ότι οι νόμοι δεν γράφονται για τους καλούς καγαθούς που θα πράξουν το σωστό χωρίς τον φόβο των δικαστηρίων. Έτσι και το οικογενειακό δίκαιο: Δεν γράφεται για τα χωρισμένα ζευγάρια που μπορούν να συνεννοηθούν. Γράφεται για εκείνα που δεν μπορούν.
-
Η συνεπιμέλεια απαιτεί αγαστή συνεργασία και συνεννόηση.
-
Ούτε η συνεργασία ούτε η συνεννόηση επιβάλλονται από νομοθέτες και δικαστήρια.
-
Καλλιεργούνται με την βοήθεια δημόσιων θεσμών που εσείς δεν θέλετε να ιδρύσετε.