Το δράμα των μισθωτών στην Ελλάδα δεν χρειάζεται νέες αναλύσεις. Στην ισοπεδωτική ανεργία έχουν προστεθεί η ασυδοσία εργοδοτών, που νιώθουν ότι κάνουν χάρη ακόμα και σε εργαζόμενους τους οποίους έχουν απλήρωτους για μήνες, και βέβαια το νέο «κοινωνικό συμβόλαιο» που καταδικάζει το ένα τρίτο των Ελλήνων μισθωτών όχι μόνο να ζουν με 384 ευρώ τον μήνα (προ κρατήσεων) αλλά και να λένε «δόξα τω θεώ» που τα βρήκαν. Το χειρότερο όμως δεν είναι αυτό. Τα πρώτα χρόνια της κρίσης σχεδόν όλοι έλεγαν «ας κάνουμε κουράγιο, θα βελτιωθούν τα πράγματα». Το χειρότερο τώρα πλέον είναι ότι η δυστοπική κατάσταση που αντιμετωπίζουν οι Ελληνες μισθωτοί στην «αγορά» εργασίας μονιμοποιείται στη χώρα μας και, σταδιακά, μεταναστεύει και στην υπόλοιπη Δύση.
Δεν είναι τυχαίο. Η συστημική κρίση που χτύπησε τον ύστερο καπιταλισμό το 2008 έδωσε την ευκαιρία σε όσους είχαν στόχο και συμφέρον την περαιτέρω συρρίκνωση του μεριδίου της πίτας που πηγαίνει στην εργατική τάξη να εφαρμόσουν το δόγμα:«Ποτέ μην αφήνεις μια καλή κρίση να πάει χαμένη!».
Ετσι, αρχής γενομένης με τη μνημονιακή Ελλάδα, εκπονήθηκαν και εφαρμόζονται σταδιακά τα πλάνα για την πλήρη ρευστοποίηση της μισθωτής εργασίας και των μικρομεσαίων – παντού!
Την πιο γλαφυρή αφήγηση αυτών των πλάνων την άκουσα από τα χείλη του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε καθώς μου «εξηγούσε» πως η κρίση της ευρωζώνης πρέπει να χρησιμοποιηθεί για να «τελειώνουμε» με το κοινωνικό κράτος που η Ευρώπη δεν μπορεί να συντηρεί όταν έχει απέναντί της μια Κίνα, μια Ινδία, ένα Μπανγκλαντές.
Οταν του ανέφερα ότι (α) η ανταγωνιστικότητα που φέρνει η ρευστοποίηση των εργαζομένων δεν είναι βιώσιμη (καθώς κατατροπώνει την αγοραστική ικανότητα της πλειονότητας) και (β) ότι Κίνα, Ινδία, Μπανγκλαντές ονειρεύονται μια νέα ισορροπία όπου εκείνοι θα εισάγουν σταδιακά το ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος στις χώρες τους (αντί για το σταδιακό ξήλωμα του κοινωνικού κράτους στην Ευρώπη), το βλέμμα του Σόιμπλε ήταν εκείνο ενός ανθρώπου αποφασισμένου να προχωρήσει άνευ μέτρου ή λογικής στην πορεία που του υπαγόρευε το αντεργατικό του ένστικτο.
Αυτή είναι η ιστορική συγκυρία που ζούμε: η εποχή της ρευστοποίησης της μισθωτής εργασίας. Αν το σκεφτούμε, ο δυτικός καπιταλισμός έχει πλέον εμπεδώσει τη διαδικασία διαίρεσης των νέων εργαζομένων σε δύο κατηγορίες:
Η πρώτη κατηγορία περιέχει τα δικά μας παιδιά των 384 ευρώ – μια μάζα ανασφαλών, ανακυκλώσιμων εργαζομένων που αναγκάζονται να εργάζονται δωδεκάωρα για να πληρώνουν τα βασικά, χωρίς καμία εξασφάλιση, προοπτική, ελπίδα.
Στην Ελλάδα, η κατηγορία αυτή δημιουργήθηκε από τη μνημονιακή διαδικασία της «εσωτερικής υποτίμησης», της κατάργησης των συλλογικών διαπραγματεύσεων, της συρρίκνωσης του ελάχιστου μισθού.
Σε άλλες δυτικές χώρες, η κατηγορία αυτή χτίστηκε από τον συνδυασμό νέων ψηφιακών τεχνολογιών και της μεγάλης μείωσης των επενδύσεων σε οικονομικές δραστηριότητες που παράγουν ποιοτικές θέσεις εργασίας.
Ετσι, σήμερα στη Βρετανία, τη Γερμανία και βεβαίως στις ΗΠΑ εκατομμύρια μισθωτοί εργάζονται υπό οικτρές συνθήκες που πρωτοδημιούργησαν ψηφιακές εφαρμογές τύπου Uber – δηλαδή πλατφόρμες εκμετάλλευσης εργαζομένων από εργοδότες που αρνούνται ότι είναι εργοδότες αυτο-παρουσιαζόμενοι ως παροχείς υπηρεσιών διαδικτύωσης και διαμεσολάβησης μεταξύ πελατών και εργαζομένων.
Η δεύτερη κατηγορία περιέχει σχετικά πιο προνομιούχους εργαζόμενους οι οποίοι εισπράττουν μισθό (σε αρκετές περιπτώσεις υψηλό) και είναι ασφαλισμένοι, αλλά σε μια εργασιακή ατμόσφαιρα εντελώς πρωτόγνωρη.
Για να κατανοήσουμε αυτήν την «ατμόσφαιρα», είναι απαραίτητο να πάρουμε τα πράγματα από τη γένεσή της.
Η αρχή έγινε όταν οι «μάρκες» αντικατέστησαν στο συνειδησιακό των καταναλωτών τα υλικά προϊόντα – π.χ. όταν το να έχεις κινητό ή αυτοκίνητο έπαψε να είναι κάτι σπουδαίο και άρχισε να μετρά η «μάρκα» του κινητού ή του αυτοκινήτου.
Σιγά σιγά, άψυχα προϊόντα απέκτησαν «προσωπικότητα», για παράδειγμα τα προϊόντα της Apple (π.χ. το iPhone) που κυριάρχησαν όχι τόσο πολύ ως αποτελεσματικά πολυμηχανήματα αλλά ως προϊόντα που πλασάρονταν ως αντικείμενα με χαρακτήρα που συμπλήρωνε τον δικό σου.
Μόλις όμως τα προϊόντα απέκτησαν «προσωπικότητα», δύο τινά συνέβησαν:
Πρώτον, μεγιστοποιήθηκαν οι πωλήσεις τους (και μαζί με αυτές τα κέρδη και η εξουσία των στελεχών των επιχειρήσεων αυτών).
Δεύτερον, οι εν δυνάμει εργαζόμενοι σε τέτοιου είδους εταιρείες (αλλά και γενικότερα) άρχισαν να νιώθουν ότι πρέπει να παρουσιάσουν, να πλασάρουν τους εαυτούς τους, την προσωπικότητά τους, ως μια ιδιαίτερη «μάρκα» – μια «μάρκα» που να είναι ελκυστική για τους εργοδότες με τον τρόπο που ελκύεται ένας αγοραστής από το iPhone. Και πώς χτίζεται μια «μάρκα»;
Τη σήμερον, σε μια κοινωνία-πανοπτικόν, όπου όλοι είμαστε πλέον ημιδιαφανείς λόγω Facebooκ, twitter κ.λπ., είναι φυσιολογικό ιδίως τα νέα παιδιά (αλλά όχι μόνο) να θέλουν να χτίσουν το προφίλ τους (με τρόπο που αντιγράφει το πώς έχτισε ο Στιβ Τζομπς το προφίλ της Apple) απέναντι σε εν δυνάμει εργοδότες, συναδέλφους, επικριτές και «φίλους» οι οποίοι τους παρατηρούν και οι οποίοι μπορεί να γνωρίζουν κάποιον που γνωρίζει τον επόμενο εν δυνάμει εργοδότη τους.
Ετσι, κάθε φωτογραφία, κάθε σχόλιο, κάθε μήνυμα που ανεβάζουν στο διαδίκτυο το φιλτράρουν ασυναίσθητα ώστε να δημιουργεί αυτή τη «μάρκα»-προσωπικότητα που, ίσως, ελπίζουν να τους οδηγήσει σε μια θέση εργασίας που θα τους διασώσει από το μαγγανοπήδαγο της πρώτης κατηγορίας, στην οποία ανήκουν οι «ρευστοποιημένοι» εργαζόμενοι των 384 ευρώ και όσοι έχουν ενταχθεί σε εργασίες τύπου Uber.
Αυτή η περίεργη διαδικασία τυποποίησης, δηλαδή μετατροπής της προσωπικότητας του εργαζόμενου σε «μάρκα», έχει επιπτώσεις σοβαρές ακόμα και στο πολίτευμά μας – επιπτώσεις που όμως είναι εύκολο να μας διαφύγουν.
Κάποτε, για παράδειγμα, οι φιλελεύθεροι θιασώτες του καπιταλισμού υποστήριζαν διακαώς τη σημασία του διαχωρισμού της ιδιωτικής από τη δημόσια σφαίρα – με την ιδιωτική να αποτελεί τον ιερό χώρο όπου διαφυλάσσονται η ακεραιότητα, η ελευθερία και η αυτονομία του ατόμου.
Ομως, σήμερα αυτός ο ιερός χώρος καταπατάται όχι μόνο από την ουσιαστική κατάργηση του οκτάωρου (καθώς οι εργαζόμενοι εξαναγκάζονται να απαντούν σε emails, κινητά, μηνύματα κοινωνικών μέσων κ.λπ. όλο το 24ωρο) αλλά και από την εσωτερική ανάγκη που αισθάνονται να προσαρμόζουν όλη τους την προσωπικότητα στο πλαίσιο μιας ελκυστικής «μάρκας» – μια διαδικασία ακύρωσης της αυτόνομης ύπαρξής τους που διαρκεί νύχτα-μέρα, ακόμα (ιδίως!) και σε περιόδους ανεργίας.
Ακόμα και κατά τη διάρκεια της ευτυχούς στιγμής που σε μια συνέντευξη τους ανακοινώνεται ότι προσλαμβάνονται, ο εργοδότης (ιδίως σε πιο «προηγμένες» χώρες, π.χ. ΗΠΑ) θα τους πει: «Θέλουμε να παραμείνετε πιστοί στον εαυτό σας, στα πάθη σας, ακόμα και αν αυτό σημαίνει ότι πρέπει να χωρίσουν οι δρόμοι μας».
Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: Είστε αναλώσιμοι. Λαμβάνοντάς το, οι νέοι εργαζόμενοι πασχίζουν να φανταστούν –πριν καν πιάσουν δουλειά– ποιος από τους πιθανούς τους «εαυτούς», ποια από τα πιθανά τους «πάθη» είναι εκείνα που θα εκτιμήσει η εταιρεία ή, τουλάχιστον, ένας μελλοντικός εργοδότης.
Με την αγωνία να τους τρώει τα σωθικά, πασχίζουν να σκαρφιστούν αυτόν τον ελκυστικό «εαυτό», αυτά τα «πάθη», και να μετατραπούν στον ανάλογοι χαρακτήρα-«μάρκα».
Μεταξύ αυτών των δύο κατηγοριών (ρευστοποιημένων προλετάριων και ρευστών χαρακτήρων-«μαρκών») υπάρχει βέβαια και η τρίτη κατηγορία όσων είναι ακόμα αρκετά τυχεροί να εργάζονται υπό συνθήκες που δημιουργήθηκαν από τη μορφή καπιταλισμού που σήμερα φθίνει. Ομως, κι αυτοί νιώθουν τις δαγκάνες του συστήματος να σφίγγουν γύρω τους, οδηγώντας τους σταδιακά είτε στην πρώτη είτε στη δεύτερη κατηγορία.
Πρόκειται για έναν νέο ολοκληρωτισμό, στυγνό μεν, σχεδόν αόρατο δε. Σε μια εποχή που στις εκδηλώσεις της Εργατικής Πρωτομαγιάς λίγοι συμμετέχουμε πλέον, σήμερα το μήνυμά της είναι τόσο επίκαιρο όσο ήταν εκείνη τη μέρα του 1866 στο Σικάγο.