Θείο δώρο ήταν, αναμφισβήτητα, ως η τελευταία ελπίδα του βαθέος κατεστημένου να υποστηρίξει ότι ο εθνικολαϊκισμός (που έφερε το Brexit και μια σειρά από ακροδεξιές εξάψεις, π.χ. σε Ολλανδία και Αυστρία) αναχαιτίστηκε αποφασιστικά στη Γαλλία. Με την εμφατική νίκη του Μακρόν επί της Λεπέν απεφεύχθη όχι μόνο το τέλος της Μέρκελ (στην οποία θα χρέωναν οι δικοί της την απώλεια της Γαλλίας και της Ε.Ε.,) αλλά και η εκκίνηση μιας διαδικασίας εντός της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας για Gerxit – για τη σταδιακή απαγκίστρωση της Γερμανίας από την ευρωζώνη, που έτσι κι αλλιώς θα αποδομείτο μετά από μια νίκη της Λεπέν, και ίσως από την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Η νίκη του ευρωπαϊστή φιλελεύθερου Μακρόν επί της Λεπέν ήταν, συνεπώς, θεόσταλτη για το Βερολίνο, ιδίως δεδομένου ότι ο Μακρόν δημοσίως διακήρυττε την προσήλωσή του στη γερμανική συνταγή για απορρύθμιση των εργασιακών δικαιωμάτων των Γάλλων εργαζόμενων.
Παράλληλα, όμως, ο Μακρόν αντιπροσώπευε και θανάσιμη απειλή. Το σχέδιο του Σόιμπλε για την ευρωζώνη, το οποίο ποτέ δεν αμφισβήτησε η Μέρκελ, μπορεί να συμπεριληφθεί σε μία φράση που τον έχω ακούσει να λέει με τα αυτιά μου – όχι μία φορά αλλά δις: «Θέλω την τρόικα στο Παρίσι!»
Το σκεπτικό του Σόιμπλε που κρύβεται πίσω από τη φράση εκείνη είναι απλό: Δεδομένου ότι, στα μάτια του γερμανικού κατεστημένου, μια πραγματική ομοσπονδία δεν είναι εφικτή, το αντίτιμο που πρέπει να καταβάλει το Παρίσι στο Βερολίνο για να συνεχίσει να χρησιμοποιεί το μάρκο (του οποίου το ευρώ, κακά τα ψέματα, δεν είναι παρά μια μεταμφίεση) είναι η παραχώρηση του ελέγχου του γαλλικού κρατικού προϋπολογισμού, τον οποίο θα ασκεί για πάρτη του Βερολίνου η… τρόικα. Μέσα από το πρίσμα αυτό, ο Μακρόν αποτελούσε απειλή επειδή στόχευε να χρησιμοποιήσει την αύρα της εκλογικής του νίκης ώστε να αναχαιτίσει το σχέδιο Σόιμπλε κρατώντας την τρόικα μακριά από το Παρίσι.
Ας τα πάρουμε όμως τα πράγματα, σχεδόν, από την αρχή: Το Βερολίνο κάποτε ήθελε (συμπεριλαμβανομένου και του Σόιμπλε) τη μετεξέλιξη της ευρωζώνης σε ομοσπονδία, με ομόσπονδο υπουργείο Οικονομικών, κοινό ομοσπονδιακό χρέος κ.λπ. Αυτό όμως σε θεωρητικό επίπεδο. Στην πράξη, Σόιμπλε, Μέρκελ αλλά και λοιπές κατεστημενικές δυνάμεις (π.χ. η κυρίαρχη τάση των σοσιαλδημοκρατών και, βεβαίως, το Κόμμα των Φιλελεύθερων Δημοκρατών) δεν εμπιστεύονται το Παρίσι και τη Ρώμη φοβούμενοι ότι, στον δρόμο προς μια ομοσπονδία, οι γαλλικές και ιταλικές ολιγαρχίες θα εκμεταλλεύονταν την ευκαιρία ώστε να φορτώσουν τεράστιο παθητικό στους ώμους της κυοφορούμενης ομοσπονδίας – το οποίο τελικά παθητικό θα επωμιστεί η Γερμανία.
Ως αποτέλεσμα, ομολογούν κατ’ ιδίαν Γερμανοί αξιωματούχοι, αυτό που προέχει για το Βερολίνο είναι ο έλεγχος των κρατικών προϋπολογισμών Γαλλίας και Ιταλίας απ’ ευθείας, και με απόλυτο τρόπο (δηλαδή με δικαίωμα βέτο).
Καθώς αυτό δεν είναι εφικτό ούτε πολιτικά ούτε και επικοινωνιακά, τείνουν προς την αμέσως καλύτερη, για αυτούς, λύση: την τρόικα στο Παρίσι! Πιο συγκεκριμένα, το σχέδιο Σόιμπλε, που έχει αποδεχθεί επί της ουσίας όλο το γερμανικό πολιτικό φάσμα Χριστιανοδημοκρατών (CDU-CSU)-Σοσιαλδημοκρατών (SDP)-Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP), προβλέπει τη θεσμοθέτηση του προέδρου του Eurogroup ως κομισάριου της ευρωζώνης με το δικαίωμα, άνευ δεύτερης συζήτησης ή διαπραγμάτευσης, να ασκεί βέτο στους κρατικούς μας προϋπολογισμούς, και με τον πρόεδρο του EuroWorkingGroup -το οποίο αποτελεί πεδίον δόξης λαμπρόν για τα στελέχη της τρόικας- να επιτηρεί το Παρίσι, όπως σήμερα την Αθήνα.
Γνωρίζω καλά ότι ο Εμανουέλ Μακρόν ήταν γνώστης του σχεδίου αυτού, το οποίο μάλιστα έχει χαρακτηρίσει ως κήρυξη ενός νέου «θρησκευτικού πολέμου» μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας – αναφερόμενος στον εκατονταετή πόλεμο καθολικών-διαμαρτυρομένων. Πολύ πριν αναδειχθεί πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας, σκεφτόταν τον βέλτιστο τρόπο αντίδρασης της Γαλλίας στο γερμανικό σχέδιο για μια ευρωζώνη-σιδερένιο κλουβί, με βασικό έγκλειστο το Παρίσι.
Αντίθετα με τον Ολάντ, ο Μακρόν είχε καταλάβει ότι, το 2015, το Βερολίνο πάσχισε να κατακρεουργήσει την Ελληνική Ανοιξη ως πρόβα τζενεράλε για την εφαρμογή του σχεδίου αυτού. Ετσι, κατέληξε στο δικό του σχέδιο αποτροπής του βερολινέζικου σχεδίου: να απαιτήσει τη δημιουργία κοινού, ομοσπονδιακού προϋπολογισμού, από τον οποίο θα προέκυπταν κονδύλια για επενδύσεις και επιδόματα ανεργίας, με αντάλλαγμα τις γερμανικής έμπνευσης αντεργατικές «μεταρρυθμίσεις» στην αγορά εργασίας της Γαλλίας.
Για το Βερολίνο αυτή η πρόταση θεωρείται απαράδεκτη και έπρεπε να καταρριφθεί φλεγόμενη αλλά, παράλληλα, και με τακτ – δεδομένου ότι ο Μακρόν, που την καταθέτει, είναι τόσο χρήσιμος στο γερμανικό κατεστημένο.
Ο λόγος διττός: Πρώτον, το Βερολίνο εξακολουθεί να μην εμπιστεύεται ότι η γαλλική ελίτ και η ιταλική κλεπτοκρατία δεν θα εκμεταλλευτούν τη διαδικασία ομοσπονδοποίησης ώστε να φορτώσουν τεράστιες ζημίες στον Γερμανό φορολογούμενο. Και, δεύτερον, επειδή το Βερολίνο συνειδητοποίησε, ιδίως από τότε που ξέσπασε η κρίση του ευρώ, ότι η μετατροπή της ευρωζώνης σε ομοσπονδία θα συρρίκνωνε τη σημερινή απόλυτη κυριαρχία της Γερμανίας καθώς μια δημοκρατικά εκλεγμένη ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν θα ελεγχόταν τόσο αποτελεσματικά όσο το Eurogroup – δεδομένου ότι το γερμανικό εκλογικό σώμα αποτελεί μειοψηφία (κάτω του 30%) ενός ομοσπονδιακού εκλεκτορικού σώματος.
Το μέγα πρόβλημα που αντιμετώπιζε το Βερολίνο τους τελευταίους δύο μήνες ήταν πώς να απορρίψει την πρόταση του Μακρόν για ομοσπονδοποίηση, χωρίς να τον εξευτελίσει ή να τον υπονομεύσει ανοιχτά. Τη λύση έδωσε ο κ. Σόιμπλε, με πρόσφατη τακτικιστική του πρόταση. Με στόχο να φανεί ότι πηγαίνει με τα νερά του Μακρόν, την ώρα που τορπιλίζει τις προτάσεις του με εξαιρετική βιαιότητα και ακρίβεια, ο Σόιμπλε πρότεινε τη μετεξέλιξη του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης (ΕΜΣ) σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο (ΕΝΤ).
Για να δείξει ότι συμμερίζεται τις αγωνίες του Μακρόν, π.χ. την αίσθηση ανάγκης για ένα κοινό ταμείο από το οποίο θα προκύπτουν κονδύλια για την ενίσχυση των ανέργων αλλά και επενδύσεις, ο Σόιμπλε πρότεινε o ΕΜΣ-ΕΝΤ να μπορεί να χρηματοδοτεί, ιδίως σε περιόδους ύφεσης, άμεσες επενδύσεις και επιδόματα ανεργίας στις χώρες που έχουν πληγεί περισσότερο.
Φαινομενικά, η πρόταση Σόιμπλε δεν διαφέρει πολύ από του Μακρόν – καθώς κοινό χρέος, και στις δύο περιπτώσεις (είτε μέσω του ΕΜΣ-ΕΝΤ είτε μέσα από έναν ομοσπονδιακό προϋπολογισμό), θα διοχετεύεται ως επενδύσεις και επιδόματα στις ελλειμματικές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας. Ομως, αν τη δούμε προσεκτικότερα, η πρόταση Σόιμπλε διαφέρει όπως η μέρα με τη νύχτα από εκείνη του Μακρόν. Πράγματι, μια σύντομη ματιά στο καταστατικό και στη λειτουργία του ΕΜΣ αρκεί για να διακρίνει κανείς σε τι στοχεύει ο Σόιμπλε με την πρότασή του.
Αν γινόταν αποδεκτή η πρόταση Μακρόν, τα κοινά κονδύλια θα δαπανούνταν από την κοινή μας, ομοσπονδιακή, αρχή άμεσα και άνευ όρων – όπως ακριβώς η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ δαπανά κονδύλια στην Αριζόνα ή στο Αϊντάχο χωρίς να θέτει όρους στις πολιτειακές κυβερνήσεις. Σε αντίθεση, υπό το σχέδιο Σόιμπλε, τα κονδύλια θα πήγαιναν από τον ΕΜΣ στα κράτη-μέλη. Πώς θα συνέβαινε αυτό;
Κατ’ αρχάς, να σημειώσουμε ότι το διοικητικό συμβούλιο του ΕΜΣ, που θα λαμβάνει αυτές τις αποφάσεις, έχει ακριβώς την ίδια σύνθεση με το… Eurogroup και πρόεδρός του είναι ο πρόεδρος του Eurogroup. Δεύτερον, απαράβατος όρος για να δοθεί έστω κι ένα ευρώ σε κράτος-μέλος της ευρωζώνης από τον ΕΜΣ είναι η υπογραφή Μνημονίου και η συνεχής αξιολόγηση της εφαρμογής του από το EuroWorkingGroup, δηλαδή την τρόικα.
Εν συντομία, ακόμα κι αν ο ΕΜΣ διαθέσει κάποια ποσά σε ελλειμματικές χώρες για επενδύσεις ή για επιδόματα ανεργίας, ουσιαστικά θα έχει τεθεί υπό τη βαριά μπότα της τρόικας κι ενός Μνημονίου. Να πώς ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έλυσε τον γρίφο τού πώς, από τη μία, να φανεί ότι πηγαίνει με τα νερά του Μακρόν, ενώ, από την άλλη, να εφαρμόσει κατά γράμμα το σχέδιό του για την «τρόικα στο Παρίσι».
Τις τελευταίες εβδομάδες φαίνεται ότι εντός της γαλλικής προεδρίας επικρατούν οι γραφειοκράτες που επέλεξε ο Μακρόν να τον περιβάλλουν, απομονώνοντας πολιτικούς του συμβούλους και συνεργάτες με τους οποίους είχαν κάνει τον σχεδιασμό των προτάσεών του για ομόσπονδη λύση. Η νέα προεδρική αυλή, μαθαίνω, ωθεί τον Γάλλο πρόεδρο προς την αποδοχή της πρότασης Σόιμπλε.
Αν τελικά κυριαρχήσουν, ο Εμανουέλ θα έχει πέσει άδοξα, και πολύ γρήγορα, στα δίχτυα του εντιμότατου δρος Σόιμπλε. Και το χειρότερο; Οι μεγάλοι κερδισμένοι θα είναι η Λεπέν κι όλοι εκείνοι που καραδοκούν για να ενισχυθεί ο ξενοφοβικός εθνικισμός σε όλη την Ευρώπη.