Γιατί οι Βρετανοί θα έπρεπε να συμβουλευτούν τον πρώην Υπουργό Οικονομικών της Ελλάδας, για να χαράξουν στρατηγική στο παζάρι με την ΕΕ. Η ανάγκη για Plan B του Γιάνη Βαρουφάκη. Γράφει ο Βόλφγκανγκ Μουνχάου.
του Wolfgang Münchau
Οι διαπραγματεύσεις για το Brexit είναι διαφορετικής φύσεως. Πρόκειται για μια μάχη 27 εναντίον ενός, με αρκετές ομοιότητες με τις διαπραγματεύσεις για τις διασώσεις στην Ευρωζώνη. Ο επικεφαλής διαπραγματεύσεων της ΕΕ, Μισέλ Μπαρνιέ, εντέλλεται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, τους επικεφαλής κρατών και κυβερνήσεων. Οποιον συμβιβασμό αποδεχτεί, θα πρέπει να γίνει αποδεκτός, πρακτικά ομόφωνα, από τους 27 ηγέτες. Η ομάδα διαπραγματευτών του Μπαρνιέ ασχολείται με τις λεπτομέρειες. Τα μεγάλα θέματα έχουν αποφασιστεί ήδη γι’ αυτόν.
Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ ευρωζώνης και Ελλάδας το 2012, το 2015 και οι φετινές, είναι καλύτερο παράδειγμα του τι διαδικασία θα πρέπει να αναμένουμε. Πριν τις εκλογές, η Τερέζα Μέι συνήθιζε να λέει ότι μια μη συμφωνία είναι καλύτερη από μια κακή συμφωνία, προκαλώντας κακεντρεχή σχόλια. Η αλήθεια είναι ότι μπορείς να συμπεράνεις αν η μη συμφωνία θα ήταν καλύτερη, μόνο αν γνωρίζεις τη φύση μιας κακής συμφωνίας.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, η μη συμφωνία όντως θα ήταν καλύτερη από μια κακή συμφωνία. Η χώρα βρίσκεται σε συνεχιζόμενη ύφεση από το 2008. Με βάση την τελευταία συμφωνία, η Ελλάδα είχε συμφωνήσει να διατηρεί πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% ως το 2022, ένα νούμερο που το ΔΝΤ θεωρεί ότι δεν είναι διατηρήσιμο.
Η χώρα έχει παγιδευτεί σε έναν φαύλο κύκλο χαμηλής ανάπτυξης και λιτότητα. Το 2015, η Ελλάδα είχε την επιλογή να μετατραπεί σε αποικία της ευρωζώνης ή να αποχωρήσει. Επέλεξε την υποταγή και πληρώνει το τίμημα υπό τη μορφή μιας σχεδόν μόνιμης ύφεσης.
Το δεύτερο μάθημα από αυτό το επεισόδιο είναι ότι χρειάζεσαι ένα Plan B. Ο πρώην υπουργός Οικονομικών της Ελλάδας Γιάνης Βαρουφάκης είχε σχέδια να εισάγει ένα σύστημα παράλληλων πληρωμών που θα επέτρεπε στην Ελλάδα να κηρύξει στάση πληρωμών επί του χρέους της, παραμένοντας επίσημα μέλος της ευρωζώνης. Ηταν ένα τολμηρό σχέδιο και κατά τη γνώμη μου θα είχε καλύτερα αποτελέσματα από τη συνθηκολόγηση.
Και η Βρετανία χρειάζεται ένα αξιόπιστο Plan B, μια μελετημένη διαδικασία βημάτων σε περίπτωση που οι διαπραγματεύσεις δεν τελεσφορήσουν. Θεωρώ ακόμη ότι μια συμφωνία με βάση τη διαδικασία του Αρθρου 50 για την έξοδο από την ΕΕ δεν είναι κακή, γιατί τα περισσότερα από τα «αγκάθια» μπορούν να αντιμετωπιστούν με λίγη φαντασία.
Το τρίτο μάθημα είναι ότι οι μονομερείς προσφορές πάντοτε απορρίπτονται. Δεν με εξέπληξε που άκουσα ότι οι ηγέτες της ΕΕ απέρριψαν ως ανεπαρκή τη μονομερή προσφορά της κ. Μέι να εγγυηθεί τα δικαιώματα των πολιτών της ΕΕ. Αυτό συνέβαινε και κάθε φορά που οι Ελληνες πρότειναν έναν συμβιβασμό από το 2015.
Αλλά εάν έχω λάθος και δεν υπάρξει συμφωνία με βάση το Αρθρο 50, η Βρετανία και η ΕΕ θα χρειαστούν τουλάχιστον μια διμερή εμπορική συμφωνία απλώς και μόνο για τη διαχείριση της ροής προϊόντων. Το να έχει κανείς ένα Plan B στέλνει το μήνυμα στην άλλη πλευρά ότι υπάρχει το ρίσκο να υπερτιμήσει τα διαπραγματευτικά του χαρτιά.
Ως έχουν τα πράγματα, μπορεί να υπάρξει μόνο ένα λογικό αποτέλεσμα, η εκδοχή που έθεσε και ο Βρετανός υπουργός Οικονομικών Φίλιπ Χάμοντ: Η συνέχιση των διαπραγματεύσεων επί του Αρθρου 50, με βάση και την εντολή που έχει η κ. Μέι -με σταδιακή αποχώρηση από την ενιαία αγορά και την τελωνειακή ένωση-, αλλά και η αναζήτηση μιας μεταβατικής περιόδου για να περιορίσει τις οικονομικές επιπτώσεις. Θεωρώ ότι θα μπορούσε να είναι πενταετής και ενδεχομένως να επιδέχεται ανανέωσης.
Θα πρέπει να δίνει χρόνο και στις δύο πλευρές να διαπραγματευθούν μια βαθιά σύνδεση και μια εμπορική συμφωνία.
Είναι κρίμα που τόσοι πολλοί υποστηρικτές της παραμονής στην ΕΕ επιμένουν στην ακύρωση του Brexit αντί να τάσσονται υπέρ της ρεαλιστικής ιδέας μιας μακράς μεταβατικής περιόδου εντός της ενιαίας αγοράς. Με τη στάση τους, έχουν περιορίσει την επιρροή τους στην όλη συζήτηση. Επίσης, θεωρώ ότι ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ έχει δεχτεί λανθασμένες συμβουλές να επιμένει σε αυτή την πιθανότητα.
Η σημαντική δουλειά που πρέπει να κάνουν και οι δύο πλευρές είναι να διαχειριστούν τις προσδοκίες, θέτοντας σε προτεραιότητα την αρχή της μεταβατικής περιόδου. Αυτό, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, θα παράσχει σιγουριά σε επιχειρήσεις και ιδιώτες.
Η βρετανική κυβέρνηση θα πρέπει να αναζητήσει μια ευρεία κοινοβουλευτική στήριξη της μετάβασης. Το μήνυμα που πρέπει να στείλει η Βρετανία στην ΕΕ είναι ότι η δέσμευση στο Brexit είναι σκληρή, αλλά ότι η διαδικασία θα είναι ήπια. Και οι ηγέτες της ΕΕ θα πρέπει να σταματήσουν να ονειρεύονται ακύρωση του Brexit.