Στην επεισοδιακή κοινή συνέντευξη Τύπου (30/1/2015) με τον Γερούν Ντάισελμπλουμ στην πλατεία Συντάγματος, τρεις μόλις μέρες αφού ανέλαβα το υπουργείο Οικονομικών, δημοσιογράφος τον ρώτησε ποια η γνώμη του για την πρόταση σύγκλησης Ευρωπαϊκής Διάσκεψης για το Χρέος. Τότε ο πρόεδρος του Eurogroup απάντησε, χαριτολογώντας, ότι η Ευρώπη διαθέτει τέτοιο όργανο: το… Eurogroup!
Εντεκα μέρες αργότερα, στο πρώτο μου Eurogroup, άδραξα την ευκαιρία να «χαιρετίσω» τη δήλωση Ντάισελμπλουμ, λέγοντας πως περιμένω πώς και πώς να αρχίσουμε εντός του Eurogroup τη συζήτηση για την απαραίτητη αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους.
Το πρόσωπο του κ. Ντάισελμπλουμ χλόμιασε. Με το βλέμμα προς έναν Σόιμπλε που τον κοιτούσε με θυμό, ο πρόεδρος του Eurogroup ψέλλισε ότι επρόκειτο για αστείο και πως τέτοια συζήτηση δεν μπορεί να γίνει στο Eurogroup, αναμασώντας τη «γραμμή» Σαμαρά-Βενιζέλου-Ρέγκλινγκ πως το ελληνικό χρέος κατέστη βιώσιμο με το 2ο Μνημόνιο του 2012.
Αυτά στο πρώτο μου Eurogroup. Ακολούθησαν καμιά δεκαριά άλλα Eurogroup και τέσσερις μήνες στη διάρκεια των οποίων η τρόικα αρνήθηκε να διαπραγματευτεί, αφοσιωμένη στην τακτική της αναμονής έως ότου η κυβέρνησή μας, ο λαός μας, υποχωρήσει υπό το βάρος της χρηματοπιστωτικής ασφυξίας και με δεδομένη την επιχείρηση «διαίρε και βασίλευε» που τελικά απέφερε τη διάσπαση της διαπραγματευτικής μας ομάδας.
Ετσι φτάσαμε στο μοιραίο Eurogroup της 25ης Ιουνίου όπου μου παραδόθηκε το τελεσίγραφο-μνημόνιο της τρόικας από τον κ. Ντάισελμπλουμ. Εντολή μου, από τον πρωθυπουργό και τη συνείδησή μου, ήταν να προσπαθήσω να ανατρέψω τον εκβιασμό τού «δέχεστε το πακέτο αυτό ως έχει ή σας κλείνουμε τις τράπεζες την επόμενη Δευτέρα».
Η προσπάθειά μου επικεντρώθηκε στο να αποκαλύψω χαρακτηριστικά του τελεσίγραφου-μνημόνιου που αποτελούσαν πρόβλημα όχι μόνο για την ελληνική κυβέρνηση αλλά για τη γερμανική κυβέρνηση και το ΔΝΤ, ακολουθώντας τη συμβουλή του Ανταμ Σμιθ ότι όταν απευθύνεσαι στους ισχυρούς, δεν μιλάς για τις ανάγκες σου αλλά για τα δικά τους συμφέροντα και τις αδυναμίες τους.
Μέσα στο πλαίσιο εκείνης της προσπάθειας (που θα περιγράψω ενδελεχώς αλλού), αποδόμησα την ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους που συνόδευε το τελεσίγραφο-μνημόνιο, επιχειρηματολογώντας ότι δεν έστεκε ως προς το μαθηματικό της σκέλος. Για να φέρω μάλιστα την τρόικα σε δύσκολη θέση, έθεσα το ερώτημα απ’ ευθείας στην Κριστίν Λαγκάρντ:
«Ως εκπρόσωπος του ΔΝΤ, το οποίο δεν δικαιούται να συνυπογράφει προγράμματα αν το χρέος της εν λόγω χώρας δεν κρίνεται από το προσωπικό του ΔΝΤ βιώσιμο, παρακαλώ να μου απαντήσετε στα εξής δύο ερωτήματα:
- Συμφωνεί το προσωπικό του ΔΝΤ με την ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους που συνοδεύει το κείμενο που μου παρέδωσε μόλις ο πρόεδρος του Eurogroup; Ή συντάσσεται με τη δική μου ανάλυση σύμφωνα με την οποία το ελληνικό δημόσιο χρέος, αν το αποδεχθούμε, θα πετάξει πάνω από το 200% πριν από το 2020;
- Είναι ή δεν είναι αναγκαία μια αναδιάρθρωση χρέους που θα επιτρέψει την άμεση μείωση στους στόχους πρωτογενούς πλεονάσματος κάτω του 1,5% του ΑΕΠ ως προϋπόθεση για να γίνει βιώσιμο το χρέος;
Η κ. Λαγκάρντ άρχισε την απάντησή της προφανώς αμήχανα, προσπαθώντας να αμβλύνει τη συζήτηση. Ομως, μετά από περαιτέρω ερωτήματά μου, αναγκάστηκε να απαντήσει επί της ουσίας: Ως προς το ερώτημα 1, παραδέχτηκε ότι όχι, το προσωπικό του ΔΝΤ δεν εγκρίνει την ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους που συνόδευε το τηλεσίγραφο-μνημόνιο του κ. Ντάισελμπλουμ. Ως προς το ερώτημα 2, μετρώντας τα λόγια της, είπε πως «είναι απαραίτητο να ξαναδούμε το θέμα του ελληνικού χρέους».
Δεν πρόλαβε όμως να τελειώσει τη φράση της όταν τη διέκοψε ο Γερούν Ντάισελμπλουμ, ο οποίος, κοιτώντας με και αγνοώντας την κ. Λαγκάρντ, μου είπε με ένταση: «Αν θέσεις θέμα αναδιάρθρωσης ελληνικού χρέους, σταματάμε αμέσως τη συζήτηση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται [εννοώντας καθαρά το κλείσιμο των τραπεζών μερικές μέρες μετά]».
Κάπως έτσι, από το «αστειάκι» Ντάισελμπλουμ της 30ής Ιανουαρίου 2015 ότι το Eurogroup είναι η μόνιμη διάσκεψη για την αναδιάρθρωση χρέους των μελών της ευρωζώνης, φτάσαμε από τη μία μεριά στην παραδοχή της κ. Λαγκάρντ εντός του Eurogroup της 25ης Ιουνίου ότι το χρέος μας δεν είναι βιώσιμο και, την ίδια στιγμή, στο ίδιο Eurogroup, στην απειλή του προέδρου του πως αν τολμήσω να αναφέρω την αναδιάρθρωση χρέους, τότε μας κλείνουν τις τράπεζες.
Εναν χρόνο μετά, έχει αλλάξει κάτι; Η κυβέρνηση πιστεύει πως «ναι, έχει αλλάξει», καθώς το Eurogroup συζητά τώρα την αναδιάρθρωση του χρέους. Δεν είναι όμως έτσι. Δυστυχώς. Τίποτα δεν άλλαξε. Δεν είναι η πρώτη φορά που το Eurogroup έχει συζητήσει, και αποφασίσει, την αναδιάρθρωση του χρέους.
Το 2012, με το PSI, συζήτησε και αποφάσισε μεγάλη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους –τη μεγαλύτερη στην οικονομική ιστορία (με απομείωση που έφτασε τα 100 δισ. ευρώ)– η οποία βέβαια, παρά το μέγεθός της, απέτυχε παταγωδώς να το καταστήσει βιώσιμο.
Δεδομένου ότι υπήρχε προηγούμενο συζήτησης για αναδιάρθρωση χρέους εντός του Eurogroup, πώς εξηγείται το μένος του προέδρου του Eurogroup όταν έκανα την παραμικρή αναφορά στην αναδιάρθρωση του χρέους; Πώς εξηγείται ότι την 25η Ιουνίου ο κ. Ντάισελμπλουμ δεν δίστασε να φιμώσει ακόμα και την κ. Λαγκάρντ την ώρα που εκείνη άρχισε να απαντά στα ερωτήματά μου επί τους χρέους;
Η απάντηση, ηλίου φαεινότερη: Το Eurogroup δέχεται την αναδιάρθρωση χρέους μόνο υπό συνθήκες αύξουσας λιτότητας που καθιστούν το εναπομείναν χρέος μη βιώσιμο, επεκτείνοντας έτσι το καθεστώς χρεοδουλοπαροικίας της χώρας. Αναδιάρθρωση λυτρωτική για τη χώρα δεν συζητούν με κυβερνήσεις που δεν έχουν σκοπό να συγκρουστούν με την τρόικα. Οπως το 2012. Οπως, δυστυχέστατα, και μετά την 6η Ιουλίου 2015…