Όπως σχεδόν όλες οι σύγχρονες νεοελληνικές ιστορίες έτσι κι η ιστορία του πως αποφάσισα να κατέβω στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου υποψήφιος στην Β’ Αθηνών ξεκινά με την χρεοκοπία του ελληνικού δημοσίου περί τα τέλη του 2009, αρχές του 2010.
Πριν πέντε χρόνια το ελληνικό κράτος πράγματι χρεοκόπησε κι η χώρα ήρθε αντιμέτωπη με μια σκληρή επιλογή μεταξύ (Α) της αποδοχής της χρεοκοπίας του κράτους μας, και (Β) της άρνησής της.
Αυτή η σκληρή επιλογή γρήγορα μεταφράστηκε στο δίλημμα μεταξύ του
(Α) να πασχίσουμε ώστε πάσει θυσία να λάβουμε το μεγαλύτερο δάνειο στην ανθρώπινη ιστορία με σκοπό την συνέχιση των αποπληρωμών των δόσεών μας (υπό όρους λιτότητας που συρρικνώνουν τα εισοδήματα από τα οποία νέα και παλαιά δάνεια θα έπρεπε να αποπληρωθούν), ή
(Β) να επιμείνουμε πάσει θυσία στην αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους πριν συναφθεί οποιαδήποτε νέα δανειακή συμφωνία.
Από τον Ιανουάριο του 2010 επιχειρηματολογούσα ότι η «φυσική» τάση της καθεστηκυίας τάξης να μη θέλει να παραδεχθεί τα κακά μαντάτα, να αρνείται την πτώχευση, να προσποιείται ότι πρόκειται για πρόβλημα ρευστότητας (που αντιμετωπίζεται με δανεισμό) επεκτείνοντας την χρεοκοπία στο μέλλον (μέσω των νέων δανείων), να επαφίεται σε δήθεν μεταρρυθμίσεις (που δεν την αγγίζουν), θα απέβαινε καταστροφική για τον τόπο και δηλητηριώδης για την Ευρώπη.
Σχεδόν πέντε χρόνια μετά, η απλή διαπίστωση ότι το ελληνικό δημόσιο πτώχευσε, και πως η πτώχευση δεν ξεπερνιέται με δανεικά και λιτότητα, χαρακτηρίζεται από τους κατέχοντες την εξουσία «πρόθεση να χρεοκοπήσω την χώρα », όπως μόλις με κατηγόρησε η εκπρόσωπος της ΝΔ. Την κα Σπυράκη βέβαια πρόλαβαν χρόνια πριν οι εκπρόσωποι των κυβερνήσεων Παπανδρέου και Παπαδήμου που με ονόμαζαν «αρχιερέα της χρεοκοπίας». Κάτι σαν τους συγγενείς ασθενούς που χαρακτηρίζουν τον ογκολόγο που διέγνωσε καρκίνο ως θιασώτη της κακοήθειας, θεραπαινίδα του καρκίνου…
Παρά την σφοδρότατη κριτική που άσκησα στην κυβέρνηση των κ.κ. Παπανδρέου-Παπακωνσταντίνου από τα τέλη του 2009 μέχρι και το 2012 ήλπιζα ότι μπορούσα να φανώ χρήσιμος ως συνομιλητής όλων των πολιτικών κομμάτων (πλην των Ναζί) που ήθελαν να συζητήσουν τρόπους απόδρασης από το αδιέξοδο της εφαρμοζόμενης πολιτικής. Έκρινα ότι η καθίζηση της ελληνικής μακρο-οικονομίας ξεπερνούσε τις κομματικές (και τις προ του 2008) αντιπαραθέσεις και, για αυτό τον λόγο, ότι μπορούσε να σφυρηλατηθεί μια πλατειά υπερ-κομματική συναίνεση όσον αφορά την στρατηγική απεγκλωβισμού από την ανατροφοδοτούμενη αλλά ανομολόγητη χρεοκοπία.
Πράγματι, το 2010 και το 2011 συχνά συνομιλούσα με υψηλόβαθμα στελέχη του ΠΑΣΟΚ, της (τότε αντιμνημονιακής) ΝΔ, και με τον Αλέξη Τσίπρα προσωπικά. Σε δημοσιογράφους και φίλους που με ρωτούσαν αν θα με ενδιέφερε να κατέβω στον κοινοβουλευτικό-κυβερνητικό στίβο, η απάντησή μου ήταν εμφατικά αρνητική: «Νομίζω» απαντούσα συστηματικά, «ότι είμαι χρησιμότερος ως ειλικρινής συνομιλητής όλων παρά ως ένας ακόμα κομματικός που αναπαράγει, θέλοντας και μη, την γραμμή του κόμματος το οποίο υπηρετεί, στρέφοντας τους υπόλοιπους εναντίον του.»
Εκείνη η περίοδος ανοικτών και χρήσιμων συζητήσεων έληξε με την ορκωμοσία της κυβέρνησης Παπαδήμου-Βενιζέλου η οποία περιχαράκωσε πλήρως τον Μνημονιακό χώρο πίσω από ένα τείχος σιωπής και κυνισμού. Από τις πρώτες μέρες ήταν προφανές ότι, με τις τύχες τραπεζιτών και συστημικών ΜΜΕ να κρέμονται από την υπογραφή και εφαρμογή του 2ου Μνημονίου, εξανεμίστηκε η οποιαδήποτε δυνατότητα διαλόγου με όσους συνδιαμόρφωναν, ή «βασίζονταν» στο, νέο δάνειο των 130 δις (και συγκεκριμένα των 50 δις που είχαν λαμβάνειν οι τράπεζες). Φαίνεται ότι τα «λεφτά ήταν πολλά» για να διατηρήσουν ανοικτές γραμμές επικοινωνίας όσοι επέλεξαν να υπηρετήσουν το «όραμα» της κυβέρνησης Παπαδήμου – ένα «όραμα» που, τουλάχιστον κατ’ εμέ, έδενε την χώρα για δεκαετίες στην χρεοδουλοπαροικία (ωθώντας με στην συγγραφή άρθρου με τίτλο ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΥΚΑΙΡΙΑ) και οικοδομούσε (με τα «ζεστά» νέα δανεικά) την νέα μορφή κλεπτοκρατίας που ονόμασα Πτωχοτραπεζοκρατία.
Κάπως έτσι φτάσαμε στις διπλές εκλογές του 2012 όταν για πρώτη φορά εξέφρασα ευθαρσώς την υποστήριξή μου στον ΣΥΡΙΖΑ ως το μόνο φιλοευρωπαϊκό κόμμα του οποίου η ηγεσία ήταν αποφασισμένη να έρθει αντιμέτωπη με την πικρή αλήθεια ότι η Ευρωπαϊκή ηγεσία πορεύοταν σε δρόμο αντι-Ευρωπαϊκό. Ότι αναλωνόταν σε ατραπούς που υπονόμευαν την ίδια την Δημοκρατική Ευρώπη με την εμμονή σε τοξικές πολιτικές που στήθηκαν στην πλάτη της Ελλάδας προτού εξαχθούν στην υπόλοιπη Ευρώπη σκορπώντας παντού την ύφεση αρχικά, τον αποπληθωρισμό κατόπιν.
Από τότε τα γεγονότα ήρθαν καταιγιστικά να ενισχύσουν την άποψη εκείνη: Η αθέτιση της υπόσχεσης της συγκυβέρνησης να επαναδιαπραγματευτεί το χρέος, η απόρριψη από τους κ.κ. Στουρνάρα και Σαμαρά της πρόσκλησης της κας Λαγκάρντ για σύμπραξη με το ΔΝΤ ώστε να κουρευτεί το χρέος μας προς την ΕΚΤ και στην ΕΕ, η επιθετική ανοησία του Greek Success Story, ο αυταρχισμός που ήρθε στο αποκορύφωμά του με το «μαύρο» στην ΕΡΤ (και έφερε την επανασύσταση της ΥΕΝΕΔ-ΝΕΡΙΤ), τα ακροδεξιά παίγνια με την «σοβαρή Χρυσή Αυγή» (πριν την δολοφονία του Παύλου Φύσσα), το σκάνδαλο της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών (καθώς και τα φαντάσματα-ομόλογα που διακινούν μέχρι και σήμερα οι τραπεζίτες κάτω από το ραντάρ του Κοινοβουλίου και της κοινής γνώμης), η σικέ έξοδος στις αγορές του περασμένου Απριλίου, η προσποίηση ότι το χρέος έγινε (ως δια μαγείας) βιώσιμο και η χώρα όπου νάναι βγαίνει από τα Μνημόνια και κολυμπά χωρίς σωσσίβια στις αγορές – όλα αυτά συνιστούσαν την εικόνα ενός καθεστώτος που μόνο στον φόβο των αδύναμων και στο ψέμμα των επιτήδειων μπορεί να βασιστεί.
Τον περασμένο Απρίλιο ο Αλέξης Τσίπρας με τίμησε με την πρότασή του να είμαι στο ευρω-ψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ. Αρνήθηκα επειδή σκέφτηκα ότι, αν είναι να συμμετάσχω στην εκλογική διαδικασία, αυτό θα είχε αξία μόνο για να επιστρατευτώ κάνοντας κάποια πολύ συγκεκριμένη δουλειά που να νιώθω ότι μπορώ (και που θέλω) να φέρω εις πέρας. Στην Ευρωβουλή, για την οποία δεν τρέφω καμία εκτίμηση, κάτι τέτοιο δεν θα ήταν δυνατόν. Πέντε χρόνια ατέρμονων εσωστρεφών συζητήσεων σε ένα δήθεν κοινοβούλιο (στερούμενο του δικαιώματος να νομοθετεί) δεν αποτελούσε σοβαρό λόγο να αφήσω τους φοιτητές μου και να ζητήσω την ψήφο των συμπολιτών μας.
Από τα μέσα του 2013 ξένιζα πολλούς αναγνώστες με την εκτίμηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να κάνει την διαφορά στην Ελλάδα μόνο και μόνο επειδή έχει την δυνατότητα να αλλάξει, προς το καλύτερο, την Ευρώπη (βλ. άρθρα στην New York Times και Boston Review). Το ομολογουμένως «απρόσμενο» σκεπτικό μου στηριζόταν σε μια απλή λογική και για αυτό απέκτησε ερίσματα σε σοβαρούς κύκλους στο εξωτερικό (βλ. π.χ. εδώ, εδώ κι εδώ): Η Ευρώπη δεν έχει έλλειμμα καλών ιδεών και έξυπνων ανθρώπων. Ο μόνος λόγος που παραμένει καθηλωμένη σε αδιέξοδες πολιτικές είναι το πέπλο της σιωπής που καλύπτει τις διαβουλεύσεις σε συνόδους κορυφής, Eurogroup, Ecofin κλπ. Ένας ευρωπαίος πρωθυπουργός να τολμήσει να πει την αλήθεια, να ξεκινήσει μια «απαγορευμένη» συζήτηση, αμέσως θα απελευθερώσει τους υπόλοιπους και θα δώσει το έναυσμα για τον θεραπευτικό διάλογο που έως σήμερα απλά δεν έχει τολμήσει κανείς να ξεκινήσει στην Ευρώπη. Δεν με ενδιαφέρει ποιος θα τον ξεκινήσει. Με ενδιαφέρει να ξεκινήσει. Ο Αλέξης Τσίπρας με έχει πείσει ότι, αν του δοθεί η ευκαιρία, θα το κάνει.
Όταν λοιπόν μου ζητήθηκε να βοηθήσω μια πιθανή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, αναλαμβάνοντας κάποια συγκεκριμένη (κατ’ εμέ σημαντική) ευθύνη, μου ήταν ηθικά και πολιτικά αδύνατον να αρνηθώ, ιδίως όταν διαπίστωσα σύμπτωση απόψεων για τόσο για τον στόχο όσο και για τα μέσα. Αποδέχθηκα λοιπόν την πρόταση. Με μία διαφορά: Ποτέ μου δεν πίστεψα ότι εμείς οι οικονομολόγοι μπορούμε να λειτουργήσουμε ως τεχνοκράτες. Κι όταν προσποιούμαστε τους πολιτικά ουδέτερους τεχνοκράτες λειτουργούμε με τρόπο ακραίως πολιτικό και άκρως αναποτελεσματικό. Δεν είναι θέμα βούλησης. Ο οικονομολόγος δεν μπορεί, όσο και να το ποθεί, να είναι τεχνοκράτης επειδή τα οικονομικά θυμίζουν περισσότερο θεολογία μετά εξισώσεων παρά Φυσικοχημεία. Για αυτό δεν θα αποδεχόμουν να βοηθήσω από μια θέση διορισμένου δήθεν τεχνοκράτη. Για να βοηθήσω, όπως είπα στον Αλέξη Τσίπρα, χρειάζομαι την δημοκρατική νομιμοποίηση που μόνο ο πολίτης μπορεί να προσφέρει. Στις κάλπες. Για αυτό τον λόγο κατεβαίνω υποψήφιος στις εκλογές. Γιατί στη Β’ Αθηνών; Επειδή πάντα εκεί ψήφιζα.
Κλείνω μοιραζόμενος μια μεγάλη αγωνία που μου προκαλεί η υποψηφιότητα: Κάθε φορά που παρακολουθώ πολιτικά ντιμπέιτς σκέφτομαι ότι είναι το αντίθετο του Σωκρατικού διαλόγου. Και να πειστεί ο Α από την Β, αν το ομολογήσει «ζωντανά» στον αέρα ότι η Β τον έπεισε, ο Α θα αποκηρυχθεί από το κόμμα του. Αυτή η σκέψη «κλείνει» τον νου στα επιχειρήματα του άλλου μετατρέποντας τα ντιμπέιτ σε μονολόγους-παραστάσεις. Στον θάνατο της διαλεκτικής. Ως μη πολιτικός διατηρούσα το δικαίωμα να αλλάζω άποψη στη μέση μιας συζήτησης χωρίς δέσμευση από κανέναν. Θα καταφέρω να διατηρήσω αυτή την δυνατότητα; Ή μήπως θα «προσαρμοστώ» πιστεύοντας στο αλάθητο της άποψής μου ή, ακόμα χειρότερα, της «γραμμής»; Η μόνη λύση είναι να παραμείνω μη πολιτικός. Να είμαι έτοιμος να πω πράγματα δυσάρεστα όταν κρίνω ότι πρέπει να ειπωθούν. Κάτι που απαιτεί να έχω την παραίτηση στο τσεπάκι έτοιμη να κατατεθεί την στιγμή που συναισθανθώ πως μεταλάσσομαι σε αυτό που πάντα απέρριπτα.